γρύψ: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γρύψ''': γεν. [[γρυπός]], ὁ, μυθολογικόν τι [[πλάσμα]], ἔχον κεφαλὴν καὶ πτερὰ ἀετοῦ, [[σῶμα]] δὲ λέοντος, ποικιλοτρόπως περιγραφόμενον, τὸ πρῶτον μνημονευόμενον ὑπὸ Ἀριστέου περὶ τὸ 560 π. Χ. Ἡρόδ. 3. 116, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 395. Σύλλ. Ἐπιγρ. 139. 11. [ῡ ἐν πλαγ. πτώσ., Βεργ. Ἐκλ. 8. 27, ὡς ἐν λ. γρῡπός.
|lstext='''γρύψ''': γεν. [[γρυπός]], ὁ, μυθολογικόν τι [[πλάσμα]], ἔχον κεφαλὴν καὶ πτερὰ ἀετοῦ, [[σῶμα]] δὲ λέοντος, ποικιλοτρόπως περιγραφόμενον, τὸ πρῶτον μνημονευόμενον ὑπὸ Ἀριστέου περὶ τὸ 560 π. Χ. Ἡρόδ. 3. 116, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 395. Σύλλ. Ἐπιγρ. 139. 11. [ῡ ἐν πλαγ. πτώσ., Βεργ. Ἐκλ. 8. 27, ὡς ἐν λ. γρῡπός.
}}
{{bailly
|btext=[[γρυπός]] (ὁ) :<br />griffon, <i>oiseau fabuleux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[γρυπός]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρύψ Medium diacritics: γρύψ Low diacritics: γρυψ Capitals: ΓΡΥΨ
Transliteration A: grýps Transliteration B: gryps Transliteration C: gryps Beta Code: gru/y

English (LSJ)

gen. γρῡπός, ὁ,

   A griffin, Aristeasap. Hdt.3.116, cf. 4.13, A. Pr.804, IG12.280.80; τράπεζα ἔχουσα πόδας ἀναγλύπτους γρῦπας SIG 996.10 (Smyrna).    II a bird, prob. the Lämmergeier, LXX Le. 11.13, De.14.13.    III pl., part of a ship's tackle, or anchor, Hsch.

German (Pape)

[Seite 507] γρυπός, ὁ, der Greif (vgl. γρυπός, nach dem Schnabel benannt), ein fabelhafter Vogel, Her. 3, 116 u. öfter, der ihrer als Wächter der Goldgruben u. ihres Kampfes mit den Arimaspen erwähnt; vgl. Aesch. Prom. 806 u. Ael. H. A. 4, 27; Arr. An. 5, 4, 7; Paus. 8, 2, 7 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γρύψ: γεν. γρυπός, ὁ, μυθολογικόν τι πλάσμα, ἔχον κεφαλὴν καὶ πτερὰ ἀετοῦ, σῶμα δὲ λέοντος, ποικιλοτρόπως περιγραφόμενον, τὸ πρῶτον μνημονευόμενον ὑπὸ Ἀριστέου περὶ τὸ 560 π. Χ. Ἡρόδ. 3. 116, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 395. Σύλλ. Ἐπιγρ. 139. 11. [ῡ ἐν πλαγ. πτώσ., Βεργ. Ἐκλ. 8. 27, ὡς ἐν λ. γρῡπός.

French (Bailly abrégé)

γρυπός (ὁ) :
griffon, oiseau fabuleux.
Étymologie: γρυπός.