ἀλγέω: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλγέω''': μέλλ. -ήσω, ([[ἄλγος]]) [[αἰσθάνομαι]] σωματικὸν πόνον, [[ὑποφέρω]], ἀλγήσας, αἰσθανθεὶς δριμὺν πόνον, Ἰλ. Β. 269, κτλ. - [[ὑποφέρω]], εἶμαι [[ἀσθενής]], Ἡρόδ. 4. 68, καὶ πληρέστερον ἀλγήσας ὀδύνῃσι, Ἰλ. Μ. 206: τὸ ἀλγοῦν [[μέρος]] κατ’ αἰτιατ. ὡς ἄλγησον [[ἧπαρ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 135· τὰς γνάθους ἀλγήσετε, Ἀριστοφ. Εἰρ. 237· τὸν δάκτυλον, Πλάτ. Πολ. 462D· τὰ ὄμματα, [[αὐτόθι]] 515Ε. 2) ὑφίσταμαι κακοπαθείας, ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε, Ὀδ. Μ. 27. ΙΙ. [[αἰσθάνομαι]] πόνον ἐν τῇ ψυχῇ, ταράττομαι, θλίβομαι, ἀλγεῖν ψυχήν, φρένα, Ἡρόδ. 3. 43, Εὐρ. Ὀρ. 608, κτλ.: ἀλ. τινί, λυποῦμαι ἐπί τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 3. 120, Σοφ. Ο. Κ. 744, κτλ.· ἐπί τινι, ὁ αὐτ. Αἴ. 377, κτλ.· διά τι, Ἡρόδ. 4, 68· [[περί]] τι ἢ [[περί]] τινος, Θουκ. 2. 65, Εὐρ. Ἀνδρ. 240, ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] γεν. ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 571· πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1256: μετ’ αἰτιατ. ἀλγῶ μὲν ἔργα, Αἰσχύλ. Χο. 1016· πρᾶξιν ἣν ἤλγησ’ ἐγώ, Σοφ. Αἴ. 790· (ἴδε ἐν λ. [[χαίρω]], [[ἥδομαι]]): [[μετὰ]] μετοχ., ἤλγησ’ ἀκούσας, Ἡρόδ. 3. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 844· ἀλγῶ κλύων, Σοφ. Φ. 86· ὁρῶν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 2. ΙΙΙ. μεταβ., προξενῶ πόνον, τὰ ἀλγοῦντα (ἀλγύνοντα;), Κλήμ. Ἀλ. 933. | |lstext='''ἀλγέω''': μέλλ. -ήσω, ([[ἄλγος]]) [[αἰσθάνομαι]] σωματικὸν πόνον, [[ὑποφέρω]], ἀλγήσας, αἰσθανθεὶς δριμὺν πόνον, Ἰλ. Β. 269, κτλ. - [[ὑποφέρω]], εἶμαι [[ἀσθενής]], Ἡρόδ. 4. 68, καὶ πληρέστερον ἀλγήσας ὀδύνῃσι, Ἰλ. Μ. 206: τὸ ἀλγοῦν [[μέρος]] κατ’ αἰτιατ. ὡς ἄλγησον [[ἧπαρ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 135· τὰς γνάθους ἀλγήσετε, Ἀριστοφ. Εἰρ. 237· τὸν δάκτυλον, Πλάτ. Πολ. 462D· τὰ ὄμματα, [[αὐτόθι]] 515Ε. 2) ὑφίσταμαι κακοπαθείας, ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε, Ὀδ. Μ. 27. ΙΙ. [[αἰσθάνομαι]] πόνον ἐν τῇ ψυχῇ, ταράττομαι, θλίβομαι, ἀλγεῖν ψυχήν, φρένα, Ἡρόδ. 3. 43, Εὐρ. Ὀρ. 608, κτλ.: ἀλ. τινί, λυποῦμαι ἐπί τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 3. 120, Σοφ. Ο. Κ. 744, κτλ.· ἐπί τινι, ὁ αὐτ. Αἴ. 377, κτλ.· διά τι, Ἡρόδ. 4, 68· [[περί]] τι ἢ [[περί]] τινος, Θουκ. 2. 65, Εὐρ. Ἀνδρ. 240, ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] γεν. ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 571· πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1256: μετ’ αἰτιατ. ἀλγῶ μὲν ἔργα, Αἰσχύλ. Χο. 1016· πρᾶξιν ἣν ἤλγησ’ ἐγώ, Σοφ. Αἴ. 790· (ἴδε ἐν λ. [[χαίρω]], [[ἥδομαι]]): [[μετὰ]] μετοχ., ἤλγησ’ ἀκούσας, Ἡρόδ. 3. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 844· ἀλγῶ κλύων, Σοφ. Φ. 86· ὁρῶν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 2. ΙΙΙ. μεταβ., προξενῶ πόνον, τὰ ἀλγοῦντα (ἀλγύνοντα;), Κλήμ. Ἀλ. 933. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀλγήσω, <i>ao.</i> [[ἤλγησα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> éprouver une douleur physique;<br /><b>2</b> éprouver une douleur morale, être agité, troublé, peiné : ἀ. τινι, [[τι]], τινος souffrir de qch ; <i>avec un rég. de pers.</i> τινος EUR s’affliger au sujet de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ήσω Od.12.27, (ἄλγος) feel bodily pain, suffer, ἀλγήσας smarting with pain, Il.2.269, etc.; suffer, be ill, Hdt.4.68; more fully, ἀλγήσας ὀδύνῃσι Il.12.206: suffering part in acc., ἄλγησον ἧπαρ A.Eu. 135; τὰς γνάθους ἀλγήσετε Ar.Pax237; τὸν δάκτυλον Pl.R.462d; τὰ ὄμματα ib.515e. 2 suffer hardship, ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε Od.l.c. II feel pain of mind, grieve, ἀ. ψυχήν, φρένα, Hdt.3.43, E.Or.608, etc.; ἀ. τινί to be pained at a thing, Hdt.3.120, S.OC744, etc.; ἐπ' ἐξειργασμένοις Id.Aj.377, etc.; διά τι Hdt.4.68; περί τι or τινος, Th.2.65, E.Andr.240: c. gen., ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου A.Ag.571, cf. E.Hec.1256: c. acc., ἀλγῶ μὲν ἔργα A.Ch.1016; πρᾶξιν ἢν ἤλγησ' ἐγώ S.Aj.790: c. part., ἤλγησ' ἀκούσας Hdt.3.50, A.Pers. 844; ἀλγῶ κλύων S.Ph.86; ὁρῶν Eup.117.2 : abs., τὸ ἀλγοῦν, opp. τὸ ἡδόμενον, Epicur.Sent.4. III Pass., ὑποχόνδριον -ούμενον Hp. Coac.273; τὸν ἀλγούμενον ὀδόντα Dsc.Eup.1.66.
German (Pape)
[Seite 90] (ἄλγος), Schmerz empfinden, Hom. viermal, Od. 12, 27 ἵνα μή τι ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε πῆμα παθόντες, Scholl. Aristonic. ὅτι συνέσταλκεν ἀντὶ τοῦ ἀλγήσητε; ἀλγήσας Versanfang Iliad. 2, 269. 8, 55. 12, 906, an der letzten Stelle ἀλγήσας ὀδύνῃσι, 8, 85 u. 12, 206 der aor. in der Bed. des Anfangens, der Schmerz traf ihn, er zuckte zusammen; 2, 269 ἀλγήσας nachdem der erste, heftigste Schmerz nachgelassen hatte; – krank sein Her. 4, 68; Xen. Cyr. 7, 1, 36; – oft mit dem acc., der den besondern Theil angiebt, an dem man Schmerz empfindet und leidet, τὸνδάκτυλον, τὰ ὄμματα, Plat. Rep. V, 462 d VII, 515 e, τὰς γνάθους Ar. P. 237, τοὺς πόδας Xen. Mem. 1, 6, 6, κεφαλάν Theocr. 3, 52; – geistig, bekümmert, betrübt sein, auch sich ärgern; absol. Soph. Phil. 795; mit dem partic. ἤλγησ' ἀκούσας Aesch. Pers. 830; Soph. O. C. 421 Trach. 1057; vgl. Plat. Conv. 178 d Phil. 47 c; mit dem acc., bes. der pronom., Aesch. Pers. 1002; Soph. πρᾶξιν, ἣν ἀλγῶ Ai. 777; Eur. Bacch. 1280, τόσον ἄλγος ἀλγεῖν 1213; συμφοράν Diod. S. 14, 112; mit dat. Aesch. Eum. 150; τοῖς σοῖς κακοῖς ἀλγῶ Soph. O. C. 748 El, 1192; Dem. 95, 98; ἐπί τινι Soph. El. 525 Ai. 370; Plat. Ax. 365 d; Dem. 18, 41; Ggstz χαίρω Luc. D. mar. 14; ἔν τινι Soph. O. C. 768; c. gen. Aesch. Ag. 557 Eur. Hec. 1232; διά τι Her. 4, 68; Plat. Phil. 35 e; τινός, περί τινος, Eur. Andr. 239; περί τι Thuc. 2, 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγέω: μέλλ. -ήσω, (ἄλγος) αἰσθάνομαι σωματικὸν πόνον, ὑποφέρω, ἀλγήσας, αἰσθανθεὶς δριμὺν πόνον, Ἰλ. Β. 269, κτλ. - ὑποφέρω, εἶμαι ἀσθενής, Ἡρόδ. 4. 68, καὶ πληρέστερον ἀλγήσας ὀδύνῃσι, Ἰλ. Μ. 206: τὸ ἀλγοῦν μέρος κατ’ αἰτιατ. ὡς ἄλγησον ἧπαρ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 135· τὰς γνάθους ἀλγήσετε, Ἀριστοφ. Εἰρ. 237· τὸν δάκτυλον, Πλάτ. Πολ. 462D· τὰ ὄμματα, αὐτόθι 515Ε. 2) ὑφίσταμαι κακοπαθείας, ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε, Ὀδ. Μ. 27. ΙΙ. αἰσθάνομαι πόνον ἐν τῇ ψυχῇ, ταράττομαι, θλίβομαι, ἀλγεῖν ψυχήν, φρένα, Ἡρόδ. 3. 43, Εὐρ. Ὀρ. 608, κτλ.: ἀλ. τινί, λυποῦμαι ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 3. 120, Σοφ. Ο. Κ. 744, κτλ.· ἐπί τινι, ὁ αὐτ. Αἴ. 377, κτλ.· διά τι, Ἡρόδ. 4, 68· περί τι ἢ περί τινος, Θουκ. 2. 65, Εὐρ. Ἀνδρ. 240, ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. ἀλγεῖν χρὴ τύχης παλιγκότου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 571· πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1256: μετ’ αἰτιατ. ἀλγῶ μὲν ἔργα, Αἰσχύλ. Χο. 1016· πρᾶξιν ἣν ἤλγησ’ ἐγώ, Σοφ. Αἴ. 790· (ἴδε ἐν λ. χαίρω, ἥδομαι): μετὰ μετοχ., ἤλγησ’ ἀκούσας, Ἡρόδ. 3. 50, Αἰσχύλ. Πέρσ. 844· ἀλγῶ κλύων, Σοφ. Φ. 86· ὁρῶν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 2. ΙΙΙ. μεταβ., προξενῶ πόνον, τὰ ἀλγοῦντα (ἀλγύνοντα;), Κλήμ. Ἀλ. 933.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀλγήσω, ao. ἤλγησα, pf. inus.
1 éprouver une douleur physique;
2 éprouver une douleur morale, être agité, troublé, peiné : ἀ. τινι, τι, τινος souffrir de qch ; avec un rég. de pers. τινος EUR s’affliger au sujet de qqn.
Étymologie: ἄλγος.