ἀδιάστατος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάστᾰτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] διαλειμμάτων, [[συνεχής]], Ἀντιφῶν παρὰ Σουΐδ., Κύριλλ.: - Ἐπίρρ. τως, [[ἄνευ]] διακοπῆς, ἀδιακόπως, Φίλ. 1. 342, 501, κτλ. 2) [[ἄνευ]] διαφορᾶς: - Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαφιλονεικήτως, Εὐστ. Πονημ. 228. 50, κτλ. II. ([[διίστημι]]) ὁ [[ἄνευ]] διαστάσεων, Πλούτ. 2. 601C, 926B.
|lstext='''ἀδιάστᾰτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] διαλειμμάτων, [[συνεχής]], Ἀντιφῶν παρὰ Σουΐδ., Κύριλλ.: - Ἐπίρρ. τως, [[ἄνευ]] διακοπῆς, ἀδιακόπως, Φίλ. 1. 342, 501, κτλ. 2) [[ἄνευ]] διαφορᾶς: - Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαφιλονεικήτως, Εὐστ. Πονημ. 228. 50, κτλ. II. ([[διίστημι]]) ὁ [[ἄνευ]] διαστάσεων, Πλούτ. 2. 601C, 926B.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans dimensions.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διΐστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάστᾰτος Medium diacritics: ἀδιάστατος Low diacritics: αδιάστατος Capitals: ΑΔΙΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: adiástatos Transliteration B: adiastatos Transliteration C: adiastatos Beta Code: a)dia/statos

English (LSJ)

ον,

   A continuous, Antipho Soph.24; ἀγάπησις Andronic.Rhod. p.513M. Adv. -τως without intermission, Ph.1.342,501, etc.    b without distinctions or intervals, Plot.3.7.2, Dam.Pr.105,370.    2 Gramm. of ι in diphthongs, inseparable, not forming a distinct syllable, A.D.Pron.86.21. Adv. -τως, σύλληψις συμφώνων μετὰ φωνηέντος . . ἀ. λεγομένη Sch.D.T.p.48H.    II without extension or dimension, Plu.2.601c, Plot.1.5.7, Alex.Aphr.in Top.31.18. Adv. -τως Procl.in Prm.p.543 S., Inst.176.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάστᾰτος: -ον, ὁ ἄνευ διαλειμμάτων, συνεχής, Ἀντιφῶν παρὰ Σουΐδ., Κύριλλ.: - Ἐπίρρ. τως, ἄνευ διακοπῆς, ἀδιακόπως, Φίλ. 1. 342, 501, κτλ. 2) ἄνευ διαφορᾶς: - Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαφιλονεικήτως, Εὐστ. Πονημ. 228. 50, κτλ. II. (διίστημι) ὁ ἄνευ διαστάσεων, Πλούτ. 2. 601C, 926B.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans dimensions.
Étymologie: ἀ, διΐστημι.