ἀστραβίζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστρᾰβίζω''': ([[ἀστράβη]]) [[χρησιμεύω]] ὡς [[ὑποζύγιον]], ἐκτελῶ ἔργα ἡμιόνου, ἀστραβίζουσαι κάμηλοι Αἰσχύλ. Ἱκ. 285 ([[χωρίον]] ἀμφίβολον). - [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. «ἀστραβίζειν· ὁμαλίζειν, εὐθύνειν».
|lstext='''ἀστρᾰβίζω''': ([[ἀστράβη]]) [[χρησιμεύω]] ὡς [[ὑποζύγιον]], ἐκτελῶ ἔργα ἡμιόνου, ἀστραβίζουσαι κάμηλοι Αἰσχύλ. Ἱκ. 285 ([[χωρίον]] ἀμφίβολον). - [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. «ἀστραβίζειν· ὁμαλίζειν, εὐθύνειν».
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être bâté ; servir de bête de somme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράβη]].
}}
}}