διοπτεύω: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διοπτεύω''': ἀκριβῶς περιφυλάττω, παρατηρῶ, [[ἐξετάζω]], [[κατασκοπεύω]], [[περιβλέπω]], ἠὲ διοπτεύσων Ἰλ. Κ. 451· εἰσορῶ, [[ἐξετάζω]], [[στέγος]] Σοφ. Αἴ. 307·― ἴδε [[διοπεύω]]. ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20. | |lstext='''διοπτεύω''': ἀκριβῶς περιφυλάττω, παρατηρῶ, [[ἐξετάζω]], [[κατασκοπεύω]], [[περιβλέπω]], ἠὲ διοπτεύσων Ἰλ. Κ. 451· εἰσορῶ, [[ἐξετάζω]], [[στέγος]] Σοφ. Αἴ. 307·― ἴδε [[διοπεύω]]. ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> épier, espionner;<br /><b>2</b> discerner, distinguer;<br /><b>3</b> être inspecteur d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
A watch accurately, spy about, ἠὲ διοπτεύσων Il.10.451; look into, στέγος S.Aj.307, cf. Antipho Soph.6, CritiasFr.53 D.; δ. τί . . X.Cyr.8.2.10: c. acc., D.C. 52.37:—Pass., to be overlooked by a neighbour, Agath.5.6. II take a sight, διὰ τοῦ μήκους τῆς σύριγγος Hero Bel.86.7; esp. through the διόπτρα, Id.Dioptr.4.
Greek (Liddell-Scott)
διοπτεύω: ἀκριβῶς περιφυλάττω, παρατηρῶ, ἐξετάζω, κατασκοπεύω, περιβλέπω, ἠὲ διοπτεύσων Ἰλ. Κ. 451· εἰσορῶ, ἐξετάζω, στέγος Σοφ. Αἴ. 307·― ἴδε διοπεύω. ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20.
French (Bailly abrégé)
1 épier, espionner;
2 discerner, distinguer;
3 être inspecteur d’un navire.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.