ζάλη: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζάλη''': ᾰ, ἡ, ἡ [[ἐξέγερσις]] τῆς θαλάσσης, [[τρικυμία]], (συστροφὴ ἀνέμων [[μεγάλη]], Ἡσύχ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Σοφ. Αἴ. 351, κτλ.· κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Πλάτ. Πολ. 496C· ζάλῃ πνευμάτων, διὰ θυελλῶν ἀνέμων, ὁ αὐτ. Τιμ. 43C· ζ. ἀνέμων, Πλούτ. 2. 993Ε· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, περὶ τῆς πυρίνης βροχῆς τῆς ἐκ τῆς Αἴτνης, Αἰσχύλ. Πρ. 371· - μεταφ., ζάλαι, τρικυμίαι, θλίψεις, Πίνδ. Ο. 12. 16. (Πιθ. [[τύπος]] τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ζέω, Curt. no. 567· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] [[ζάλος]], [[ζαλάω]], [[ζαλόεις]]).
|lstext='''ζάλη''': ᾰ, ἡ, ἡ [[ἐξέγερσις]] τῆς θαλάσσης, [[τρικυμία]], (συστροφὴ ἀνέμων [[μεγάλη]], Ἡσύχ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Σοφ. Αἴ. 351, κτλ.· κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Πλάτ. Πολ. 496C· ζάλῃ πνευμάτων, διὰ θυελλῶν ἀνέμων, ὁ αὐτ. Τιμ. 43C· ζ. ἀνέμων, Πλούτ. 2. 993Ε· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, περὶ τῆς πυρίνης βροχῆς τῆς ἐκ τῆς Αἴτνης, Αἰσχύλ. Πρ. 371· - μεταφ., ζάλαι, τρικυμίαι, θλίψεις, Πίνδ. Ο. 12. 16. (Πιθ. [[τύπος]] τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ζέω, Curt. no. 567· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] [[ζάλος]], [[ζαλάω]], [[ζαλόεις]]).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> agitation violente des flots ; tempête sur mer ; <i>fig.</i> tempête ; flot de sang;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tempête, <i>en gén.</i> ouragan, orage.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάλη Medium diacritics: ζάλη Low diacritics: ζάλη Capitals: ΖΑΛΗ
Transliteration A: zálē Transliteration B: zalē Transliteration C: zali Beta Code: za/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A squall, storm, driving rain, A.Ag.656, S.Aj.352 (lyr.), etc.; κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Pl.R.496d; ζάλῃ πνευμάτων by a storm of winds, Id.Ti.43c; χειμὼν καὶ ζ. Hp.Insomn. 89; ζ. ἀνέμων Plu.2.993e; βέλεσι πυρπνόου ζάλης, of the fiery rain from Aetna, A.Pr.373: metaph., ζάλαι storms, distresses, Pi.O.12.12; ἡ τοῦ βίου ζ. Procop.Gaz.Ep.47; λογισμῶν ζάλαι Cat.Cod.Astr. 2.211; οἴκου ζ., of women, Secund.Sent.8.

German (Pape)

[Seite 1136] ἡ (vgl. σάλος u. ζέΕω), heftige Bewegung des Meeres, Wogengebraus, Sturm u. Unwetter übh., nach VLL, ταραχὴ καὶ κλόνος ὑδάτων (nach Eust. παρὰ τὸ ζέειν τὴν ἅλα), συστροφὴ ἀνέμων μεγάλων, od. nach Suid. ἀπὸ τοῦ σφόδρα ἁλίζεσθαι. So ἀνιαραί Pind. Ol. 12, 12; ὀμβρόκτυπος Aesch. Ag. 651; κῦμα φοινίας ὑπὸ ζάλης κυκλεῖται, übertr., Soph. Ai. 345; πνευμάτων Plat. Tim. 43 c; ἐν χειμῶνι ὑπὸ κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου, d. i. Regengüsse, Rep. VI, 496 d; Suid. bemerkt τινὲς ζάλην τὴν χάλαζαν.

Greek (Liddell-Scott)

ζάλη: ᾰ, ἡ, ἡ ἐξέγερσις τῆς θαλάσσης, τρικυμία, (συστροφὴ ἀνέμων μεγάλη, Ἡσύχ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Σοφ. Αἴ. 351, κτλ.· κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Πλάτ. Πολ. 496C· ζάλῃ πνευμάτων, διὰ θυελλῶν ἀνέμων, ὁ αὐτ. Τιμ. 43C· ζ. ἀνέμων, Πλούτ. 2. 993Ε· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, περὶ τῆς πυρίνης βροχῆς τῆς ἐκ τῆς Αἴτνης, Αἰσχύλ. Πρ. 371· - μεταφ., ζάλαι, τρικυμίαι, θλίψεις, Πίνδ. Ο. 12. 16. (Πιθ. τύπος τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ζέω, Curt. no. 567· ἐντεῦθεν ὡσαύτως ζάλος, ζαλάω, ζαλόεις).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 agitation violente des flots ; tempête sur mer ; fig. tempête ; flot de sang;
2 p. ext. tempête, en gén. ouragan, orage.
Étymologie: DELG étym. ignorée.