συλέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡλέω''': [[συλάω]], Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., [[κλέπτω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, [[τύπος]] τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ [[ἀπελευθέρωσις]] δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.
|lstext='''σῡλέω''': [[συλάω]], Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., [[κλέπτω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κηρίον]] ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, [[τύπος]] τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ [[ἀπελευθέρωσις]] δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[συλάω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλέω Medium diacritics: συλέω Low diacritics: συλέω Capitals: ΣΥΛΕΩ
Transliteration A: syléō Transliteration B: syleō Transliteration C: syleo Beta Code: sule/w

English (LSJ)

= συλάω, Q.S.1.717; ῥήματα σ. ἀλλήλους dub. in Xanth.1:—Med.</gram></gramGr

German (Pape)

[Seite 974] = συλάω; D. Hal. 1, 28; Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλέω: συλάω, Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., κλέπτω δι’ ἐμαυτόν, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, τύπος τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ ἀπελευθέρωσις δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. συλάω.