οὔπως: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὔπως''': ἢ οὔ πως, Ἰων. [[οὔκως]], ἐπίρρ., [[οὐδαμῶς]], κατ’ οὐδένα τρόπον, [[οὐδόλως]], ἐπιτεινομένης πλεῖστον ὅσον τῆς ἀρνήσεως, Ἰλ. Δ. 320, κλ.· διαιρούμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ μέν πως, Β. 203., Δ. 158, κτλ. | |lstext='''οὔπως''': ἢ οὔ πως, Ἰων. [[οὔκως]], ἐπίρρ., [[οὐδαμῶς]], κατ’ οὐδένα τρόπον, [[οὐδόλως]], ἐπιτεινομένης πλεῖστον ὅσον τῆς ἀρνήσεως, Ἰλ. Δ. 320, κλ.· διαιρούμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ μέν πως, Β. 203., Δ. 158, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en aucune façon, nullement.<br />'''Étymologie:''' [[οὐ]], [[πῶς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
or οὔ πως, Ion. οὔκως Hdt.1.33:—Adv.
A no-how, in no wise, not at all, giving the greatest possible strength to the negation, Il. 4.320, etc.; separated, οὐ μέν πως 2.203, 4.158, etc.
German (Pape)
[Seite 416] auf keine Weise, ganz u. gar nicht, oft bei Hom.
Greek (Liddell-Scott)
οὔπως: ἢ οὔ πως, Ἰων. οὔκως, ἐπίρρ., οὐδαμῶς, κατ’ οὐδένα τρόπον, οὐδόλως, ἐπιτεινομένης πλεῖστον ὅσον τῆς ἀρνήσεως, Ἰλ. Δ. 320, κλ.· διαιρούμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ μέν πως, Β. 203., Δ. 158, κτλ.