συρρέω: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συρρέω''': μέλλ. –ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· παθ. ἀόρ. –ερρύην, Ἀριστ. Προβλ. 4. 34., 8. 14· (παρὰ μεταγεν. –έρρευσα, Ἀλέξ. Τραλλ.). Ρέω [[ὁμοῦ]], ἓν [[ῥεῦμα]] [[σχηματίζω]], εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]] χύνομαι, εἰς τοῦτο τὸ [[χάσμα]] συρρέουσι... πάντες οἱ ποταμοὶ Πλάτ. Φαίδων 112Α, πρβλ. 109Β, C· ― μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, φέρομαι [[ὁμοῦ]] ὡς ἓν [[ῥεῦμα]], συνέρρεον εἰς τὴν ἀγορὴν Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. 8. 42, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· καὶ ἐπὶ χρημάτων, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 34· ἐπὶ νόσων, Πλουτ. Σύλλ. 13· πάντα τὰ χαλεπὰ σ. εἰς τὸ [[γῆρας]] Ξεν. Ἀπολ. 8, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 708D. ΙΙ. ῥέω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, κατὰ ῥοῦν συρρέοντα τὰ ὕδατα Λουκ. Ἑρμότ. 86. | |lstext='''συρρέω''': μέλλ. –ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· παθ. ἀόρ. –ερρύην, Ἀριστ. Προβλ. 4. 34., 8. 14· (παρὰ μεταγεν. –έρρευσα, Ἀλέξ. Τραλλ.). Ρέω [[ὁμοῦ]], ἓν [[ῥεῦμα]] [[σχηματίζω]], εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]] χύνομαι, εἰς τοῦτο τὸ [[χάσμα]] συρρέουσι... πάντες οἱ ποταμοὶ Πλάτ. Φαίδων 112Α, πρβλ. 109Β, C· ― μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, φέρομαι [[ὁμοῦ]] ὡς ἓν [[ῥεῦμα]], συνέρρεον εἰς τὴν ἀγορὴν Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. 8. 42, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· καὶ ἐπὶ χρημάτων, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 34· ἐπὶ νόσων, Πλουτ. Σύλλ. 13· πάντα τὰ χαλεπὰ σ. εἰς τὸ [[γῆρας]] Ξεν. Ἀπολ. 8, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 708D. ΙΙ. ῥέω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, κατὰ ῥοῦν συρρέοντα τὰ ὕδατα Λουκ. Ἑρμότ. 86. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> συρρυήσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> couler ensemble, se déverser ensemble ; <i>p. anal.</i> affluer;<br /><b>2</b> couler avec, au gré de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ῥέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -ρῠήσομαι Theo Sm.p.124 H.: pf.
A -ερρύηκα Isoc.8.44: aor. Pass. -ερρύην X.HG2.3.18, Arist.Pr.876a17, 888b11 (later aor. -έρρευσα, Alex.Trall.5.4: pf. -έρευκα (v. infr. 111)):—flow together or into one stream, εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι . . πάντες οἱ ποταμοί Pl. Phd.11 2a, cf. 109b, 109c; ὁ ὀπὸς συρρεῖ εἰς . . Dsc.4.170, cf. Sor.1.36, al., Gal.6.66, al.: metaph. of men, flow or stream together, συνέρρεον ἐς τὴν ἀγορήν Hdt.5.101, cf. 8.42, X.An.5.2.3, HGl.c., Isoc.l.c., Pl.Lg. 708d; and of money, Is.2.28; of evils, Plu.Sull.13; εἰς [τὸ γῆρας] πάντα τὰ χαλεπὰ σ. X.Ap.8; of pathological conditions, ἡνίκα συρρεῖ ὁπῶρος Cass.Pr.57; διασκορπίζειν τὸ συρρυέν Sever. ap. Aët.7.87. II float along together with, κατὰ ῥοῦν σ. τῷ ὕδατι Luc.Herm.86. III fall into ruin, λάκκος συνερευκὼς καὶ ὁ τροχὸς ὁμοίως συνερευκὼς ἐκ μέρους POxy.1475.16 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συρρέω: μέλλ. –ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· παθ. ἀόρ. –ερρύην, Ἀριστ. Προβλ. 4. 34., 8. 14· (παρὰ μεταγεν. –έρρευσα, Ἀλέξ. Τραλλ.). Ρέω ὁμοῦ, ἓν ῥεῦμα σχηματίζω, εἰς τὸ αὐτὸ μέρος χύνομαι, εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι... πάντες οἱ ποταμοὶ Πλάτ. Φαίδων 112Α, πρβλ. 109Β, C· ― μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, φέρομαι ὁμοῦ ὡς ἓν ῥεῦμα, συνέρρεον εἰς τὴν ἀγορὴν Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. 8. 42, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· καὶ ἐπὶ χρημάτων, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 34· ἐπὶ νόσων, Πλουτ. Σύλλ. 13· πάντα τὰ χαλεπὰ σ. εἰς τὸ γῆρας Ξεν. Ἀπολ. 8, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 708D. ΙΙ. ῥέω ὁμοῦ μετά τινος, κατὰ ῥοῦν συρρέοντα τὰ ὕδατα Λουκ. Ἑρμότ. 86.
French (Bailly abrégé)
f. συρρυήσομαι, etc.
1 couler ensemble, se déverser ensemble ; p. anal. affluer;
2 couler avec, au gré de, τινι.
Étymologie: σύν, ῥέω.