εὐσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσχήμων''': εὔσχημον, γεν. ονος, ([[σχῆμα]]) κομψὸς τὸ [[σχῆμα]], [[εὐπρεπής]], [[ἐπίχαρις]], ἀντιθ. τῷ [[ἀσχήμων]], Πλάτ. Πολ. 413Ε, κ. ἀλλ.· - Συγκρ. - έστερος, [[αὐτόθι]] 554· Ὑπερθ. -έστατος, Ξεν. Ἱππ. 11, 12. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἔχων τὸ ἐξωτερικὸν μόνον εὔσχημον, [[εὐσχήμων]] κατ᾿ ἐπιφάνειαν, εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 584, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., [[πρέπων]], [[εὐπρεπής]], ἁρμόζων, λόγοι Εὖρ. Ἱππ. 490· [[πρᾶγμα]] [[οὐδαμῶς]] εὔσχημον λέγειν Αἰσχίν. 76. 39· τὸ εὔσχημον, Λατ. decorum, Πλάτ. Πολ. 401C, Νομ. 797Β: - Ἐπίρρ. -[[μόνως]], [[μετὰ]] χάριτος καὶ ἀξιοπρεπείας, Ἀριστοφ. Σφ. 1210, Ξεν. Κύρ. 1. 8, Ἀριστ. 110. Ν. 1. 10, 13: -Συγκ. -έστερον, Πλάτ. Ἐπιν. 981Α. 2) μεταγεν. [[ὡσαύτως]], [[εὐγενής]], ἐξ ἐντίμου κοινωνικῆς τάξεως, [[πλούσιος]], [[ἔντιμος]], Πράξ. Ἀπ. ιδ΄, 2, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυν. 333. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
|lstext='''εὐσχήμων''': εὔσχημον, γεν. ονος, ([[σχῆμα]]) κομψὸς τὸ [[σχῆμα]], [[εὐπρεπής]], [[ἐπίχαρις]], ἀντιθ. τῷ [[ἀσχήμων]], Πλάτ. Πολ. 413Ε, κ. ἀλλ.· - Συγκρ. - έστερος, [[αὐτόθι]] 554· Ὑπερθ. -έστατος, Ξεν. Ἱππ. 11, 12. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἔχων τὸ ἐξωτερικὸν μόνον εὔσχημον, [[εὐσχήμων]] κατ᾿ ἐπιφάνειαν, εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 584, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., [[πρέπων]], [[εὐπρεπής]], ἁρμόζων, λόγοι Εὖρ. Ἱππ. 490· [[πρᾶγμα]] [[οὐδαμῶς]] εὔσχημον λέγειν Αἰσχίν. 76. 39· τὸ εὔσχημον, Λατ. decorum, Πλάτ. Πολ. 401C, Νομ. 797Β: - Ἐπίρρ. -[[μόνως]], [[μετὰ]] χάριτος καὶ ἀξιοπρεπείας, Ἀριστοφ. Σφ. 1210, Ξεν. Κύρ. 1. 8, Ἀριστ. 110. Ν. 1. 10, 13: -Συγκ. -έστερον, Πλάτ. Ἐπιν. 981Α. 2) μεταγεν. [[ὡσαύτως]], [[εὐγενής]], ἐξ ἐντίμου κοινωνικῆς τάξεως, [[πλούσιος]], [[ἔντιμος]], Πράξ. Ἀπ. ιδ΄, 2, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυν. 333. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον :<br />qui a bonne tenue, de bonne apparence, convenable ; <i>en mauv. part</i> qui montre un bon vouloir <i>ou</i> un empressement affecté ; τὸ εὔσχημον convenance;<br /><i>Cp.</i> εὐσχημονέστερος, <i>Sp.</i> εὐσχημονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σχῆμα]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσχήμων Medium diacritics: εὐσχήμων Low diacritics: ευσχήμων Capitals: ΕΥΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: euschḗmōn Transliteration B: euschēmōn Transliteration C: efschimon Beta Code: eu)sxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (σχῆμα)

   A elegant in figure, mien and bearing, graceful, opp. ἀσχήμων, Pl.R.413e, al.; ἀλεκτρυών Cratin. 108; τὰ εὐ. ἡμῶν (sc. μόρια) 1 Ep.Cor.12.24: Comp. -έστερος more respectable, Pl.R.554e: Sup. -έστατοι, πονεῖν ἵπποι X.Eq.11.12.    2 in bad sense, with an outside show of goodness, specious in behaviour, εἴς τινα E.Med.584.    II of things, decent, becoming, λόγοι Id.Hipp. 490, D.60.9; πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Aeschin.3.162; λέγειν εὐσχήμονα Arist.EN1128a7; τὸ εὔσχημον decorum, Pl.R.401c, Lg. 797b. Adv. -μόνως with grace and dignity, like a gentleman, Ar.V. 1210, X.Cyr.1.3.8, Arist.EN1101a1; ζῆν Phld.Herc.1251.18: Comp -έστερον, ἔχειν Pl.Epin.981a; τι φέρειν D.60.35: Sup. -έστατα IG 22.1034.11.    2 later also, noble, honourable, in rank (condemned by Phryn.309), Ev.Marc.15.43, Act.Ap.13.50, J.Vit.9, Vett.Val.66.7, al.; ἡ εὐ. the noble lady, PFlor.16.20 (iii A.D.).    b title of a village magistrate, in pl., εὐ. κώμης BGU147 (ii/iii A.D.): sg., ἡ οἰκία τοῦ εὐ. PRyl.236.15 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσχήμων: εὔσχημον, γεν. ονος, (σχῆμα) κομψὸς τὸ σχῆμα, εὐπρεπής, ἐπίχαρις, ἀντιθ. τῷ ἀσχήμων, Πλάτ. Πολ. 413Ε, κ. ἀλλ.· - Συγκρ. - έστερος, αὐτόθι 554· Ὑπερθ. -έστατος, Ξεν. Ἱππ. 11, 12. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἔχων τὸ ἐξωτερικὸν μόνον εὔσχημον, εὐσχήμων κατ᾿ ἐπιφάνειαν, εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 584, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., πρέπων, εὐπρεπής, ἁρμόζων, λόγοι Εὖρ. Ἱππ. 490· πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Αἰσχίν. 76. 39· τὸ εὔσχημον, Λατ. decorum, Πλάτ. Πολ. 401C, Νομ. 797Β: - Ἐπίρρ. -μόνως, μετὰ χάριτος καὶ ἀξιοπρεπείας, Ἀριστοφ. Σφ. 1210, Ξεν. Κύρ. 1. 8, Ἀριστ. 110. Ν. 1. 10, 13: -Συγκ. -έστερον, Πλάτ. Ἐπιν. 981Α. 2) μεταγεν. ὡσαύτως, εὐγενής, ἐξ ἐντίμου κοινωνικῆς τάξεως, πλούσιος, ἔντιμος, Πράξ. Ἀπ. ιδ΄, 2, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυν. 333. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
qui a bonne tenue, de bonne apparence, convenable ; en mauv. part qui montre un bon vouloir ou un empressement affecté ; τὸ εὔσχημον convenance;
Cp. εὐσχημονέστερος, Sp. εὐσχημονέστατος.
Étymologie: εὖ, σχῆμα.