Ἰνώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἰνώ''': ῑ, όος, συνῃρ. οῦς, [[θυγάτηρ]] τοῦ Κάδμου, λατρευομένη ὡς θεὰ τῆς θαλάσσης ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] [[Λευκοθέα]], Ὀδ. Ε. 333. Ἡσ. Θ. 976, Πίνδ., κλ.· - παροιμ., Ἰνοῦς ἄχη Ζηνόβιος (παρὰ Παροιμιογρ. 4. 38).
|lstext='''Ἰνώ''': ῑ, όος, συνῃρ. οῦς, [[θυγάτηρ]] τοῦ Κάδμου, λατρευομένη ὡς θεὰ τῆς θαλάσσης ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] [[Λευκοθέα]], Ὀδ. Ε. 333. Ἡσ. Θ. 976, Πίνδ., κλ.· - παροιμ., Ἰνοῦς ἄχη Ζηνόβιος (παρὰ Παροιμιογρ. 4. 38).
}}
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Ino.
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰνώ Medium diacritics: Ἰνώ Low diacritics: Ινώ Capitals: ΙΝΩ
Transliteration A: Inṓ Transliteration B: Inō Transliteration C: Ino Beta Code: *)inw/

English (LSJ)

[ῑ], όος contr. οῦς, ἡ, Ino, daughter of Cadmus, worshipped as a sea-goddess by the name of Leucothea, Od.5.333, Hes.Th.976, Alcm.84, Pi.O.2.30, etc.: prov.,

   A Ἰνοῦς ἄχη Zen.4.38.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰνώ: ῑ, όος, συνῃρ. οῦς, θυγάτηρ τοῦ Κάδμου, λατρευομένη ὡς θεὰ τῆς θαλάσσης ὑπὸ τὸ ὄνομα Λευκοθέα, Ὀδ. Ε. 333. Ἡσ. Θ. 976, Πίνδ., κλ.· - παροιμ., Ἰνοῦς ἄχη Ζηνόβιος (παρὰ Παροιμιογρ. 4. 38).

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Ino.