ἐμπυριβήτης: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπῠρῐβήτης''': -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α. | |lstext='''ἐμπῠρῐβήτης''': -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui va sur le feu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πῦρ]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω)
A made for standing on the fire, μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702.
German (Pape)
[Seite 818] τρίπους, über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α.