ἀκουστικός: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκουστικός''': [ᾰ], ή, όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] διὰ τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, [[αἴσθησις]] ἀκ., Πλουτ. 2. 37F· [[πόρος]] ἀκ., τοῦ ὠτὸς ὁ ἀκουστικὸς [[σωλήν]], Γαλην.: τὸ ἀκ., ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀκοῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 2, 5. 2) = [[ἀκουσματικός]], μ. γεν. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 13. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 355. II. = [[ἀκουστός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1281. | |lstext='''ἀκουστικός''': [ᾰ], ή, όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] διὰ τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, [[αἴσθησις]] ἀκ., Πλουτ. 2. 37F· [[πόρος]] ἀκ., τοῦ ὠτὸς ὁ ἀκουστικὸς [[σωλήν]], Γαλην.: τὸ ἀκ., ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἀκοῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 2, 5. 2) = [[ἀκουσματικός]], μ. γεν. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 13. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 355. II. = [[ἀκουστός]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1281. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’ouïe : [[αἴσθησις]] ἀκουστική PLUT le sens de l’ouïe;<br /><b>2</b> qui écoute volontiers, docile à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for hearing, πάθος Epicur.Ep.1p.13U.; αἴσθησις ἀ. Plu.2.37f; δύναμις ἀ. Arr.Epict. 2.23.2; πόρος ἀ. orifice of ear, Gal.10.455; τὸ ἀ. faculiy of hearing, Arist.de An.426a7. 2 ready to hear, c. gen., Id.EN1103a3, Arr. Epict.3.1.13. Adv. -κῶς Phld.Mus.p.107 K., S.E.M.7.355. 3 = ἀκουσματικός, Gell.1.9. 4 = sq., Sch.E.Or.1281.
German (Pape)
[Seite 78] das Gehör betreffend, αἴσθησις Plut. de Audit. 2; = τὸ ἀκουστικόν, Plac. Phil. 4, 4; – gern hörend, πατρός Arist. Eth. 1, 13, 19; τὸ ἀκ. die Bereitwilligkeit zu hören, τινός, auf Einen, M. Ant. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστικός: [ᾰ], ή, όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος διὰ τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, αἴσθησις ἀκ., Πλουτ. 2. 37F· πόρος ἀκ., τοῦ ὠτὸς ὁ ἀκουστικὸς σωλήν, Γαλην.: τὸ ἀκ., ἡ αἴσθησις τῆς ἀκοῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 2, 5. 2) = ἀκουσματικός, μ. γεν. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 13. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 355. II. = ἀκουστός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1281.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l’ouïe : αἴσθησις ἀκουστική PLUT le sens de l’ouïe;
2 qui écoute volontiers, docile à, gén..
Étymologie: ἀκούω.