ἀμνάς: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμνάς''': -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀμνός]], ἑτέρ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[ἀμνίς]], Θεόκρ. 5.3· δοτ. ἀμνάσιν Ἑβδ. (Γεν. λα΄, 41). Λέξις Ἀλεξανδρ., Ruhnk, Ἐπιστολ. Κριτ. σ. 187. | |lstext='''ἀμνάς''': -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀμνός]], ἑτέρ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[ἀμνίς]], Θεόκρ. 5.3· δοτ. ἀμνάσιν Ἑβδ. (Γεν. λα΄, 41). Λέξις Ἀλεξανδρ., Ruhnk, Ἐπιστολ. Κριτ. σ. 187. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br />jeune agnelle, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. of ἀμνός,
A lamb, LXX Ge.21.28, al., J.AJ7.7.3.
German (Pape)
[Seite 126] άδος, ἡ, Lamm, v. l. für ἀμνίς, Theocr. 8, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἀμνός, ἑτέρ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμνίς, Θεόκρ. 5.3· δοτ. ἀμνάσιν Ἑβδ. (Γεν. λα΄, 41). Λέξις Ἀλεξανδρ., Ruhnk, Ἐπιστολ. Κριτ. σ. 187.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
jeune agnelle, animal.
Étymologie: ἀμνός.