μεγαλωσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλωσύνη''': ἡ, μεγαλεῖον, [[μεγαλειότης]], Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Κ. Δ. - Ἀπαντᾷ καὶ μεγαλοσύνη διὰ τοῦ ο παρὰ Μεθοδ. 52Α, οὐχὶ ὀρθῶς. | |lstext='''μεγᾰλωσύνη''': ἡ, μεγαλεῖον, [[μεγαλειότης]], Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Κ. Δ. - Ἀπαντᾷ καὶ μεγαλοσύνη διὰ τοῦ ο παρὰ Μεθοδ. 52Α, οὐχὶ ὀρθῶς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />grandeur, majesté.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A greatness, majesty, LXX 2 Ki.7.21, al., Aristeas 192.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, Größe, Großartigkeit, Suid. u. Sp., oft ist v. l. μεγαλοσύνη.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλωσύνη: ἡ, μεγαλεῖον, μεγαλειότης, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Κ. Δ. - Ἀπαντᾷ καὶ μεγαλοσύνη διὰ τοῦ ο παρὰ Μεθοδ. 52Α, οὐχὶ ὀρθῶς.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
grandeur, majesté.
Étymologie: μέγας.