μανιώδης: Difference between revisions
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μανιώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] μανίᾳ, μ. [[νόσημα]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μαινόμενος, [[παράφρων]], [[μανικός]], κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 2) [[παράφρων]], «τρελλός», [[ἀνόητος]], [[ὑπόσχεσις]] Θουκ. 4. 39· τὸ μ., [[μανία]], καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει Εὐρ. Βάκχ. 299· μ. πάντα τἀνθρώπων [[ὅλως]] Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 3. 9. ΙΙ. [[πρόξενος]] μανίας, Διοσκ. 4. 69. | |lstext='''μανιώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] μανίᾳ, μ. [[νόσημα]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μαινόμενος, [[παράφρων]], [[μανικός]], κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 2) [[παράφρων]], «τρελλός», [[ἀνόητος]], [[ὑπόσχεσις]] Θουκ. 4. 39· τὸ μ., [[μανία]], καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει Εὐρ. Βάκχ. 299· μ. πάντα τἀνθρώπων [[ὅλως]] Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 3. 9. ΙΙ. [[πρόξενος]] μανίας, Διοσκ. 4. 69. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />semblable à un fou, déraisonnable, insensé.<br />'''Étymologie:''' [[μανία]], -ώδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A like madness, νοσεύματα Hp.Aër.7, cf. Coac.475. 2 like a madman, crazy, ὑπόσχεσις Th.4.39; καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει E.Ba.299; μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Alex.219.9; κύνας μ. καὶ δυσπειθεστάτας X. Mem.4.1.3: Comp. -έστερον ἢ κατά . . J.AJ2.12.2. Adv. -δῶς Gal. 5.415, Paul.Aeg.3.6, Sch.Theoc.1.83. II causing madness, Dsc. 1.68, 4.68; ἱμάσθλη Πανός Nonn.D.10.4.
Greek (Liddell-Scott)
μανιώδης: -ες, ὅμοιος μανίᾳ, μ. νόσημα Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μαινόμενος, παράφρων, μανικός, κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 2) παράφρων, «τρελλός», ἀνόητος, ὑπόσχεσις Θουκ. 4. 39· τὸ μ., μανία, καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει Εὐρ. Βάκχ. 299· μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 3. 9. ΙΙ. πρόξενος μανίας, Διοσκ. 4. 69.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un fou, déraisonnable, insensé.
Étymologie: μανία, -ώδης.