θοινατήρ: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θοινᾱτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ παρέχων [[συμπόσιον]], χαλεπὸς Θ., [[κύριος]] φοβεροῦ συμποσίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1502. | |lstext='''θοινᾱτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ παρέχων [[συμπόσιον]], χαλεπὸς Θ., [[κύριος]] φοβεροῦ συμποσίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1502. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui donne un festin.<br />'''Étymologie:''' [[θοίνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who gives a feast, χαλεπὸς θ. lord of a horrid feast, A.Ag. 1502 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1213] ῆρος, ὁ, der einen Schmaus giebt, Gastgeber, Aesch. Ag. 1483.
Greek (Liddell-Scott)
θοινᾱτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ παρέχων συμπόσιον, χαλεπὸς Θ., κύριος φοβεροῦ συμποσίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1502.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui donne un festin.
Étymologie: θοίνη.