3,274,313
edits
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χηρεύω''': ([[χῆρος]]) ἀμετάβ., στεροῦμαι, [[μετὰ]] γεν., [[νῆσος]] ἀνδρῶν χ. Ὀδ. Ι. 124· χηρεύσει πολλῶν Θέογν. 956Β, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. 2) ἀπολ, στεροῦμαι τοῦ ἀνδρός μου, [[χηρεύω]], ζῶ ἐν χηρείᾳ, Ἰσαῖος 61. 22, Δημ. 867, 4., 873. 11, Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κλπ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, εἶμαι [[χῆρος]], Πλάτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24· χηρεύσει [[λέχος]] Εὐρ. Ἄλκ. 1089. 3) ζῶ ἐν ἐρημίᾳ, ἐπὶ ἐξορίστου, Σοφ. Ο. Τ. 479. ΙΙ. μεταβ., στερῶ, ἀποστερῶ, Εὐρ. Κύκλ. 440 (ἴδε ἐν λ. [[σίφων]])· - ἡ [[χρῆσις]] ἡ ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 543 [[εἶναι]] ἀμφίβ. | |lstext='''χηρεύω''': ([[χῆρος]]) ἀμετάβ., στεροῦμαι, [[μετὰ]] γεν., [[νῆσος]] ἀνδρῶν χ. Ὀδ. Ι. 124· χηρεύσει πολλῶν Θέογν. 956Β, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. 2) ἀπολ, στεροῦμαι τοῦ ἀνδρός μου, [[χηρεύω]], ζῶ ἐν χηρείᾳ, Ἰσαῖος 61. 22, Δημ. 867, 4., 873. 11, Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κλπ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, εἶμαι [[χῆρος]], Πλάτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24· χηρεύσει [[λέχος]] Εὐρ. Ἄλκ. 1089. 3) ζῶ ἐν ἐρημίᾳ, ἐπὶ ἐξορίστου, Σοφ. Ο. Τ. 479. ΙΙ. μεταβ., στερῶ, ἀποστερῶ, Εὐρ. Κύκλ. 440 (ἴδε ἐν λ. [[σίφων]])· - ἡ [[χρῆσις]] ἡ ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 543 [[εἶναι]] ἀμφίβ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> être vide : [[ἀνδρῶν]] OD d’hommes;<br /><b>2</b> être veuf <i>ou</i> veuve;<br /><b>3</b> être solitaire, vivre dans la solitude.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]]. | |||
}} | }} |