συγκαθιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαθιδρύω''': στήνω, [[ἱδρύω]], ἀφιερώνω εἴς τινα, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Πλούτ. 2. 44Ε. -Παθ., οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1444. 6, πρβλ. Στράβ. 411.
|lstext='''συγκαθιδρύω''': στήνω, [[ἱδρύω]], ἀφιερώνω εἴς τινα, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Πλούτ. 2. 44Ε. -Παθ., οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1444. 6, πρβλ. Στράβ. 411.
}}
{{bailly
|btext=consacrer une fondation en même temps ; τινί τινα à un dieu en même temps qu’à un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καθιδρύω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθιδρύω Medium diacritics: συγκαθιδρύω Low diacritics: συγκαθιδρύω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΙΔΡΥΩ
Transliteration A: synkathidrýō Transliteration B: synkathidryō Transliteration C: sygkathidryo Beta Code: sugkaqidru/w

English (LSJ)

   A set up or dedicate with, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Plu.2.44d, cf. IG7.271 3.50 (Acraeph., i A.D., -καθειδρ-), Jul.Or.4.150d:—Pass., POxy. 1256.14 (iii A.D.); οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοί IG5(1).497.17 (Sparta), cf. Str.9.2.29.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἱδρύω), zugleich niedersetzen, zugleich weihen, τῇ Ἀφροδίτῃ τὸν Ἑρμῆν, Plut. praec. conj. prooem., de aud. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθιδρύω: στήνω, ἱδρύω, ἀφιερώνω εἴς τινα, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Πλούτ. 2. 44Ε. -Παθ., οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1444. 6, πρβλ. Στράβ. 411.

French (Bailly abrégé)

consacrer une fondation en même temps ; τινί τινα à un dieu en même temps qu’à un autre.
Étymologie: σύν, καθιδρύω.