ἀναστολή: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναστολή''': ἡ, ([[ἀναστέλλω]]) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ [[ἀπογύμνωσις]] ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) [[καταστολή]], [[περιορισμός]], παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507. | |lstext='''ἀναστολή''': ἡ, ([[ἀναστέλλω]]) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ [[ἀπογύμνωσις]] ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) [[καταστολή]], [[περιορισμός]], παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de relever (sa chevelure).<br />'''Étymologie:''' [[ἀναστέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A putting back, τῆς κόμης Plu.Pomp.2. 2 opening up of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.60.
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, das Zurückwerfen, κόμης Plut. Pomp. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστολή: ἡ, (ἀναστέλλω) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ ὀπίσω, Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ ἀπογύμνωσις ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) καταστολή, περιορισμός, παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de relever (sa chevelure).
Étymologie: ἀναστέλλω.