ὁμοιόπτωτος: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοιόπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν [[ὁμοιοτέλευτος]], [[γαμητέον]]· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ [[δουλευτέον]] Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. [[ὁμοιόπτωτος]], Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25. | |lstext='''ὁμοιόπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν [[ὁμοιοτέλευτος]], [[γαμητέον]]· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ [[δουλευτέον]] Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. [[ὁμοιόπτωτος]], Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> qui est au même cas.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[πίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with a similar inflexion, in a like case, Plu.Demetr.14,2.853b, A.D.Synt.124.26, al., Quint.9.3.80, S.E. M.1.226 ; τὰ ὁ., of the rhetorical figure in which such words are used, Phld.Rh.1.162 S., Rutil.2.13,al. 2 Astrol., corresponding, ζῴδια Vett.Val.19.10.
German (Pape)
[Seite 335] in gleichem Falle, Casus; ὀνόματα, S. Emp. adv. gramm. 226; Plut. Demetr. 14; auch adv., Choerob. 1316 E.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόπτωτος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν ὁμοιοτέλευτος, γαμητέον· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ δουλευτέον Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. ὁμοιόπτωτος, Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
t. de gramm. qui est au même cas.
Étymologie: ὅμοιος, πίπτω.