εὔκριτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκρῐτος''': -ον, ([[κρίνω]]) περὶ οὗ εὐκόλως κρίνει τις, οὐκ εὔκρ. τὸ [[κρῖμα]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 397· [[κρίσις]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· [[νόσημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1243· εὔκρ. ἐστιν ὅτι..., εὐκόλως διακρίνεται, [[εἶναι]] κατάδηλον ὅτι, Πλάτ. Πολιτικ. 272C, πρβλ. D.
|lstext='''εὔκρῐτος''': -ον, ([[κρίνω]]) περὶ οὗ εὐκόλως κρίνει τις, οὐκ εὔκρ. τὸ [[κρῖμα]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 397· [[κρίσις]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· [[νόσημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1243· εὔκρ. ἐστιν ὅτι..., εὐκόλως διακρίνεται, [[εἶναι]] κατάδηλον ὅτι, Πλάτ. Πολιτικ. 272C, πρβλ. D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à décider.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κρίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκρῐτος Medium diacritics: εὔκριτος Low diacritics: εύκριτος Capitals: ΕΥΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: eúkritos Transliteration B: eukritos Transliteration C: eykritos Beta Code: eu)/kritos

English (LSJ)

ον, (κρίνω)

   A easy to decide, οὐκ εὔ. τὸ κρῖμα A.Supp.397; εὔ. [ἐστιν] ὅτι .. it is easily discerned, manifest, Pl.Plt.272c, cf. d; εὔκριτ' ἐστί Men. Epit.136; ἴχνη distinct, Poll.5.66.    2 Medic., having a good crisis, νόσημα Hp.Aph.1.12; κρίσιες -ώτεραι Id.Acut. 14. Adv. -τως, opp. ἀνακρίτως, Pall.in Hp.2.181 D.

German (Pape)

[Seite 1076] leicht zu entscheiden, κρίμα Aesch. Suppl. 392; leicht zu sondern, deutlich, Plat. Polit. 272 c; ἴχνη Poll. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκρῐτος: -ον, (κρίνω) περὶ οὗ εὐκόλως κρίνει τις, οὐκ εὔκρ. τὸ κρῖμα Αἰσχύλ. Ἱκ. 397· κρίσις Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· νόσημα ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1243· εὔκρ. ἐστιν ὅτι..., εὐκόλως διακρίνεται, εἶναι κατάδηλον ὅτι, Πλάτ. Πολιτικ. 272C, πρβλ. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à décider.
Étymologie: εὖ, κρίνω.