πέλεθρον: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέλεθρον''': τό, ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[πλέθρον]], [[μέτρον]] γῆς, [[μάλιστα]] παρ’ Ἐπικ., Ἰλ. Φ. 407, Ὀδ. Λ. 577˙ [[ὡσαύτως]] ἔν τινι Δελφ. ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 17, πρβλ. 1840. 4)˙ πελέθρισμα, τό, = [[πλέθρισμα]], Ἡσύχ. | |lstext='''πέλεθρον''': τό, ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[πλέθρον]], [[μέτρον]] γῆς, [[μάλιστα]] παρ’ Ἐπικ., Ἰλ. Φ. 407, Ὀδ. Λ. 577˙ [[ὡσαύτως]] ἔν τινι Δελφ. ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 17, πρβλ. 1840. 4)˙ πελέθρισμα, τό, = [[πλέθρισμα]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[πλέθρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A = πλέθρον, a measure of land, Il.21.407, Od.11.577, IG22.1126.17 (Delph.), 9(1).693 (Corc., from Cydonia). II stadium, running-ground, οἰκοδομήσας π. ib.14.10 (Syrac.).
German (Pape)
[Seite 550] τό, = πλέθρον, Hufe oder Morgen Landes, Il. 21, 407 Od. 11, 577 u. einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πέλεθρον: τό, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ πλέθρον, μέτρον γῆς, μάλιστα παρ’ Ἐπικ., Ἰλ. Φ. 407, Ὀδ. Λ. 577˙ ὡσαύτως ἔν τινι Δελφ. ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 17, πρβλ. 1840. 4)˙ πελέθρισμα, τό, = πλέθρισμα, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. πλέθρον.