χωλίαμβος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χωλίαμβος''': ὁ, [[ἴαμβος]] χωλὸς ἢ χωλαίνων, δηλ. ἔχων [[σπονδεῖον]] ἀντὶ ἰάμβου ἐν τῷ τελευταίῳ ποδί, ἐπινοηθείς, ὡς λέγεται, ὑπὸ τοῦ Ἱππώνακτος, μνημονεύεται δὲ ἐκ τοῦ Δημ. τοῦ Φαληρ. ― Ἐπίθ. χωλιαμβικός, ή, όν, Σχόλια εἰς Ἡφαιστ. 6, 5, σ. 181· [[ῥῆμα]] χωλιαμβοποιέω, Εὐστ. 1684. 52.
|lstext='''χωλίαμβος''': ὁ, [[ἴαμβος]] χωλὸς ἢ χωλαίνων, δηλ. ἔχων [[σπονδεῖον]] ἀντὶ ἰάμβου ἐν τῷ τελευταίῳ ποδί, ἐπινοηθείς, ὡς λέγεται, ὑπὸ τοῦ Ἱππώνακτος, μνημονεύεται δὲ ἐκ τοῦ Δημ. τοῦ Φαληρ. ― Ἐπίθ. χωλιαμβικός, ή, όν, Σχόλια εἰς Ἡφαιστ. 6, 5, σ. 181· [[ῥῆμα]] χωλιαμβοποιέω, Εὐστ. 1684. 52.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />choliambe, vers iambique boiteux, <i>càd</i> terminé par un spondée.<br />'''Étymologie:''' [[χωλός]], [[ἴαμβος]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωλίαμβος Medium diacritics: χωλίαμβος Low diacritics: χωλίαμβος Capitals: ΧΩΛΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: chōlíambos Transliteration B: chōliambos Transliteration C: choliamvos Beta Code: xwli/ambos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A a lame or halting iambic, i.e. one that has a spondee for an iambus in the last place, said to have been invented by Hipponax, Demetr.Eloc.251, Sch.Heph.p.101 C.

German (Pape)

[Seite 1386] ὁ, der lahme, hinkende Jambus, der im letzten Fuße statt des Jambus einen Spondeus hat; Hipponax hat ihn am meisten gebraucht, heißt auch der Erfinder; Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

χωλίαμβος: ὁ, ἴαμβος χωλὸς ἢ χωλαίνων, δηλ. ἔχων σπονδεῖον ἀντὶ ἰάμβου ἐν τῷ τελευταίῳ ποδί, ἐπινοηθείς, ὡς λέγεται, ὑπὸ τοῦ Ἱππώνακτος, μνημονεύεται δὲ ἐκ τοῦ Δημ. τοῦ Φαληρ. ― Ἐπίθ. χωλιαμβικός, ή, όν, Σχόλια εἰς Ἡφαιστ. 6, 5, σ. 181· ῥῆμα χωλιαμβοποιέω, Εὐστ. 1684. 52.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
choliambe, vers iambique boiteux, càd terminé par un spondée.
Étymologie: χωλός, ἴαμβος.