ἀμαλδύνω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμαλδύνω''': [ῡ], ([[ἀμαλός]]) Ἐπ. [[ῥῆμα]] ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.) = [[ἁπαλύνω]], [[μαλακὸν]] ποιῶ, [[ἐξασθενίζω]], [[ἐντεῦθεν]] [[συντρίβω]], [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]], [[ἐξαλείφω]], [[τεῖχος]] ἀμαλδῦναι, Ἰλ. Μ. 18· στίβον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 112: δαπανῶ, [[ἀναλίσκω]], κατασπαθῶ, χρήματα, Θεόκρ. 16. 59: - Παθ. ὥς κεν... [[τεῖχος]] ἀμαλδύνηται, Ἰλ. Η. 463· ἀμαλδυνθήσομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 380· ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν, Ἀνθ. Π. 6. 18: παραμελῶ, κακῶς μεταχειρίζομαι, Δημόκρ. παρ’ Ὀρελλίῳ 194. 2) μεταφορ., [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], [[μεταβάλλω]], καθιστῶ ἀγνώριστον, [[εἶδος]], Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 94, πρβλ. [[ἀπαμαλδύνω]].
|lstext='''ἀμαλδύνω''': [ῡ], ([[ἀμαλός]]) Ἐπ. [[ῥῆμα]] ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.) = [[ἁπαλύνω]], [[μαλακὸν]] ποιῶ, [[ἐξασθενίζω]], [[ἐντεῦθεν]] [[συντρίβω]], [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]], [[ἐξαλείφω]], [[τεῖχος]] ἀμαλδῦναι, Ἰλ. Μ. 18· στίβον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 112: δαπανῶ, [[ἀναλίσκω]], κατασπαθῶ, χρήματα, Θεόκρ. 16. 59: - Παθ. ὥς κεν... [[τεῖχος]] ἀμαλδύνηται, Ἰλ. Η. 463· ἀμαλδυνθήσομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 380· ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν, Ἀνθ. Π. 6. 18: παραμελῶ, κακῶς μεταχειρίζομαι, Δημόκρ. παρ’ Ὀρελλίῳ 194. 2) μεταφορ., [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], [[μεταβάλλω]], καθιστῶ ἀγνώριστον, [[εἶδος]], Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 94, πρβλ. [[ἀπαμαλδύνω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀμαλδυνῶ, <i>ao.</i> ἠμάλδυνα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀμαλδυνθήσομαι, <i>ao.</i> ἠμαλδύνθην, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> affaiblir, supprimer;<br /><b>II.</b> p. suite :<br /><b>1</b> détruire;<br /><b>2</b> rendre méconnaissable, dissimuler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμαλός]].
}}
}}