ὁλκός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλκός''': -ή, -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἕλκων πρὸς ἑαυτόν, [[ἑλκτικός]], θερμόν τε καὶ ὁλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 13· [[μάθημα]] ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὂν Πλάτ. Πολ. 521D· ὁλκὸν ... ψυχῆς πρὸς ἀλήθειαν [[αὐτόθι]] 527Β· ὁλκοτέρας τὰς ῥίζας ποιεῖν Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 17, 3. 2) [[ἄπληστος]], [[λαίμαργος]], γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15.<br />ΙΙ. ὁ συρόμενος κατὰ γῆς, ὁλκὰ βαίνων Ἡλιόδ. 10. 30· συγκρ. ἐπίρρ. -ότερον, βραδέως, ὁ αὐτ. 3. 5.
|lstext='''ὁλκός''': -ή, -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἕλκων πρὸς ἑαυτόν, [[ἑλκτικός]], θερμόν τε καὶ ὁλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 13· [[μάθημα]] ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὂν Πλάτ. Πολ. 521D· ὁλκὸν ... ψυχῆς πρὸς ἀλήθειαν [[αὐτόθι]] 527Β· ὁλκοτέρας τὰς ῥίζας ποιεῖν Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 17, 3. 2) [[ἄπληστος]], [[λαίμαργος]], γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15.<br />ΙΙ. ὁ συρόμενος κατὰ γῆς, ὁλκὰ βαίνων Ἡλιόδ. 10. 30· συγκρ. ἐπίρρ. -ότερον, βραδέως, ὁ αὐτ. 3. 5.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> instrument <i>ou</i> appareil pour tirer :<br /><b>1</b> bride, rêne;<br /><b>2</b> ὁλκοὶ [[τῶν]] [[νεῶν]], machines pour tirer les navires à sec ; remises pour garer les navires tirés à sec;<br /><b>II.</b> trace, traînée, sillon.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]], <i>lat.</i> sulcus.
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλκός Medium diacritics: ὁλκός Low diacritics: ολκός Capitals: ΟΛΚΟΣ
Transliteration A: holkós Transliteration B: holkos Transliteration C: olkos Beta Code: o(lko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A drawing to oneself, attractive, θερμόν τε καὶ ὁ. Arist.Pr.931a25 ; μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν Pl.R.521d ; ὁλκὸν . . ψυχῆς πρὸς ἀλήθειαν ib.527b ; ὁλκοτέρας τὰς ῥίζας ποιεῖν Thphr. CP3.17.3 (ἑλκοτέρας cod. A: ἑλκτικωτέρας Wimmer).    II trailing, ὁλκὰ βαίνων Hld.10.30. Adv. Comp. -ότερον slowly, Id.3.5.    III possible, ὁλκά· δυνατά, Hsch.    IV Pass., liable to be attracted, having a propensity, ὁ. διάνοιαι παρθένων πρὸς ἀρετήν Ph.2.229.
ὁλκ-ός, ὁ, (ἕλκω) :    I machine for hauling ships on land, hauling-engine, prob. a fixed capstan, windlass, Hdt.2.154, 159, E.Rh.146,673 ; but also of movable engines of like kind, for hauling ships across the Isthmus of Corinth, Th.3.15.    2 strap, rein (cf. ῥυτήρ), τμητοῖς ὁλκοῖς S.El.863 (lyr.).    II furrow, track, trace, αἵματι δ' ὁλκοὶ . . πλήθοντο A.R.3.1391 ; σμίλης ὁλκός the traces of a chisel in the wood, Ar.Th. 779(lyr.) ; ὁ. τοῦ ξύλου the furrow made by the wood, X.Cyn.9.18 ; path, track, or orbit of a star or meteor, A.R.3.141, 4.296, Nonn.D. 24.90 ; ἁμάξης ib.1.96 ; ditch or channel, A.R.1.375 ; οἴδματος ὁλκοί the waves, ib.1167 ; ὁλκοὶ καλλιρόων ὑδάτων Milet.1(9).343 ; body-coils of a serpent, Nic.Th.266, al., Luc.Herm.79 ; but, coiling movement of a serpent, Nic.Th.162, al. ; cf. ὁ. γλώσσης Id.Al.79, 281 ; of hair, coil, ὁλκὸς ἐθείρης, πλοκάμων . . ὁλκοί, Nonn.D.3.413, 32.168 : generally, of anything drawn, αἵματος ὁλκῷ ib.4.329, al. ; draught of wine, Antiph. 237.4(pl.).    2 in periphrases, δάφνης ὁλκοί drawings, i. e. laurelboughs (or brooms made of them) drawn along, E.Ion 145 (lyr.) ; τερπνὸς ἀκούεται ὁ. ἁμάξης a chariot drawn, D.P.191.    3 aqueduct, Cod.Just.1.4.26 ; ὁ. ὑδάτων Lyd.Mens.3.23.    III a kind of spider, Dsc.2.63.    IV a kind of grass, mouse-barley, Plin.HN 27.90.

German (Pape)

[Seite 324] adj., ziehend; τί ἂν οὖν εἴη μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν; Plat. Rep. VII, 521 d, vgl. 527 b; γνάθοι, Antiphan. bei Ath. XI, 781 d; schleppend, ὁλκὰ προβαίνων, Hel. 10, 30. ὁ (ἕλκω), 1) der Zug; das Ziehen, Fortschleppen, als Handlung od. Zustand, das sich Hinziehen, von jeder zusammenhangenden, langsamen Fortbewegung, das Kriechen, bes. der Würmer u. Schlangen, Nic. u. a. Sp.; vom Wasser, Ap. Rh. 1, 1167; – das durch das Ziehen Hervorgebrachte, die Furche, Spur, wie Soph. El. 863 ὁλκοῖς τμητοῖς ἐγκῦρσαι zu nehmen scheint, nach VLL., während Andere mit dem Schol. an die 747 genannten τμητοὶ ἱμάντες denken; ὁλκοὶ ομίλης, Ar. Thesm. 779; die Furche, welche der Pflug macht, Ap. Rh. 3, 412; übertr., ἀστὴρ ἃς φλεγέθοντα δι' ἦέρος ὁλκὸν ἵησι, 3, 141, vgl. 1377. 4, 296. Bei Her. 1, 154 sind ὁλκοὶ τῶν νεῶν entweder die Plätze, auf denen die ans Land gezogenen Schiffe im Trocknen standen, wie Eur. Rhes. 146, ἀλλὰ προσμίξω νεῶν ὁλκοῖσι νυκτὸς τῆσδ' ἐπ' Ἀργείων στρατῷ zu nehmen, vgl. ib. 673 φεύγειν πρὸς ὁλκὸν ναυστάθμων u. Her. 2, 159 τριήρεες ἐποιήθησαν ἐν τῷ Ἀραβίῳ κόλπῳ, τῶν ἔτι οἱ ὁλκοὶ ἐπίδηλοι u. Hesych., der ναύσταθμοι erkl.; od. nach Anderer, für Her. aber nicht passender Erkl. Maschinen, die Schiffe aus dem Meere auf's Trockne zu ziehen, wie Thuc. 3, 15 zu erkl. ist, καὶ ὁλκοὺς παρεσκεύαζον τῶν νεῶν ἐν τῷ ἰσθμῷ ὡς ὑπεροίσοντες ἐκ τῆς Κορίνθου ἐς τὴν πρὸς Ἀθήνας θάλασσαν; Poll. 7, 191 erkl. χαμουλκοὶ μηχαναί; vgl. D. C. 50, 12. 68, 28. – Bei Diosc. eine Spinnenart, die sonst λύκος heißt. – 2) pass., das Gezogene, Geschleppte; ὁλκοὶ δάφνας, die auf dem Boden fortgeschleiften Besen von Lorbeerreisern, Eur. Ion 145; ὁλκὸς ἁμάξης, der fortgezogene Wagen, D. Per. 191; auch der Leib, Nic. Ther. 266. 316, von Drachen und Schlangen; übh. das sich lang Hinstreckende; Schol. Nic. Al. 79 erkl. auch μῆκος καὶ παράτασις, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκός: -ή, -όν, (ἕλκω) ὁ ἕλκων πρὸς ἑαυτόν, ἑλκτικός, θερμόν τε καὶ ὁλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 13· μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὂν Πλάτ. Πολ. 521D· ὁλκὸν ... ψυχῆς πρὸς ἀλήθειαν αὐτόθι 527Β· ὁλκοτέρας τὰς ῥίζας ποιεῖν Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 17, 3. 2) ἄπληστος, λαίμαργος, γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15.
ΙΙ. ὁ συρόμενος κατὰ γῆς, ὁλκὰ βαίνων Ἡλιόδ. 10. 30· συγκρ. ἐπίρρ. -ότερον, βραδέως, ὁ αὐτ. 3. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. instrument ou appareil pour tirer :
1 bride, rêne;
2 ὁλκοὶ τῶν νεῶν, machines pour tirer les navires à sec ; remises pour garer les navires tirés à sec;
II. trace, traînée, sillon.
Étymologie: ἕλκω, lat. sulcus.