ἄποπτος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄποπτος''': -ον, (ἀπόψομαι) πόρρωθεν ὁρώμενος, ὁρατὸς ἀπό τινος μέρους, [[ὅπως]] μὴ ἄπ. ἔσται ἡ Κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· καί περ ἐν ἀπόπτῳ ἤδη ἔχων τὴν Δαρείου δύναμιν, ἐν ὄψει, Ἀρρ. Ἀν. 2. 10, 3· ἐν ἀπ. εἰστιᾶσθαι Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 14, 2, κτλ. ΙΙ. ὁ μακρὰν τῆς ὄψεως, ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ’ [[ἄποπτος]] ἄστεως Σοφ. Ο. Τ. 762· [[ἄποπτος]] ἡμῶν ὁ αὐτ. Ἠλ. 1489: - ἀπολ., [[μακράν]], κἄν [[ἄποπτος]] ᾖς [[ὅμως]] ὁ αὐτ. Αἴ. 17, [[ἔνθα]] ἴδε Λοβ.· ἐξ ἀπόπτου [[μᾶλλον]] ἢ ’γγύθεν σκοπεῖν, πόρρωθεν [[μᾶλλον]] κτλ., Σοφ. Φ. 467· ὡς ἐξ ἀπ. θεώμενος Πλάτ. Ἀξ. 369Α. 3) ἀμυδρῶς ὁρώμενος, Διον. Ἁλ. 2. 54· [[ἀόρατος]], Κύριλλ.
|lstext='''ἄποπτος''': -ον, (ἀπόψομαι) πόρρωθεν ὁρώμενος, ὁρατὸς ἀπό τινος μέρους, [[ὅπως]] μὴ ἄπ. ἔσται ἡ Κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· καί περ ἐν ἀπόπτῳ ἤδη ἔχων τὴν Δαρείου δύναμιν, ἐν ὄψει, Ἀρρ. Ἀν. 2. 10, 3· ἐν ἀπ. εἰστιᾶσθαι Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 14, 2, κτλ. ΙΙ. ὁ μακρὰν τῆς ὄψεως, ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ’ [[ἄποπτος]] ἄστεως Σοφ. Ο. Τ. 762· [[ἄποπτος]] ἡμῶν ὁ αὐτ. Ἠλ. 1489: - ἀπολ., [[μακράν]], κἄν [[ἄποπτος]] ᾖς [[ὅμως]] ὁ αὐτ. Αἴ. 17, [[ἔνθα]] ἴδε Λοβ.· ἐξ ἀπόπτου [[μᾶλλον]] ἢ ’γγύθεν σκοπεῖν, πόρρωθεν [[μᾶλλον]] κτλ., Σοφ. Φ. 467· ὡς ἐξ ἀπ. θεώμενος Πλάτ. Ἀξ. 369Α. 3) ἀμυδρῶς ὁρώμενος, Διον. Ἁλ. 2. 54· [[ἀόρατος]], Κύριλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qu’on voit seulement de loin : [[ἐξ]] ἀπόπτου de loin;<br /><b>II.</b> placé hors de la vue :<br /><b>1</b> invisible : [[ἄποπτος]] [[ἡμῶν]] SOPH invisible pour nous, <i>sel. d’autres</i> vu de loin par nous;<br /><b>2</b> éloigné : [[τοῦ]] ἄστεως SOPH de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὄψομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποπτος Medium diacritics: ἄποπτος Low diacritics: άποπτος Capitals: ΑΠΟΠΤΟΣ
Transliteration A: ápoptos Transliteration B: apoptos Transliteration C: apoptos Beta Code: a)/poptos

English (LSJ)

ον, (ἀπόψομαι)

   A seen or to be seen from a place, ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Arist.Pol.1274a40, cf. Arr.Ind.4.7; ἐν ἀπόπτω ἔχειν in a conspicuous place, Id.An.2.10.3; ἐν ἀ. εἱστιᾶσθαι J.AJ13.14.2, etc.    II out of sight of, far away from, τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως S.OT762; ἄποπτος ἡμῶν Id.El.1489: abs., Far away, ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ἐγγύθεν σκοπεῖν Id.Ph.467; ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος Pl.Ax. 369a; τόπος ἐξ ἀπόπτου καταφανής Plu.Eum.15; οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.Rh.1.149S., Piet.27, cf. Gal.4.628.    2 dimly seen, S.Aj.15.    3 out of sight, ἐν ἀπόπτω τίθενται τὸν χάρακα D.H.2.54; ἐξ ἀπόπτου τῶν Ῥωμαίων παρεμβαλόντες Id.6.14.

German (Pape)

[Seite 320] von oben herab, von fernher gesehen, VLL. πόῤῥωθεν ὁρώμενον, ὑψηλότατον, u. geradezu fern, ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως Soph. O. R. 762; Soph. Ai. 15 erkl. Schol. ἀόρατος, ungeschen, welche Bdtg es erst bei sehr Sp. hat, vgl. Lob. zu d. St.; ἄποπτον ἡμῶν, fern von uns, El. 1481; ἐξ ἀπόπτου σκοπεῖν, dem ἐγγύθεν entgegengesetzt, Phil. 465; wie Plat. Ax. 369 a; Ael. H. A. 7, 21; ἐν ἀπόπτῳ, in der Ferne, dah. unbemerkt, D. Hal. 2, 54; übh. sichtbar, ἄποπτόν ἐστί τι.ἀπό τινος, man hat von einem Orte aus die Aussicht wonach hin, Arist. pol. 2, 9; ἐν ἀπόπτῳ ἔχειν τι, etwas im Gesichtskreis haben, Arr. An. 2, 10, 4; ἡ στρατοπεδεία καταφανὴς ἦν καὶ ἄπ. Plut. Lucull. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἄποπτος: -ον, (ἀπόψομαι) πόρρωθεν ὁρώμενος, ὁρατὸς ἀπό τινος μέρους, ὅπως μὴ ἄπ. ἔσται ἡ Κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· καί περ ἐν ἀπόπτῳ ἤδη ἔχων τὴν Δαρείου δύναμιν, ἐν ὄψει, Ἀρρ. Ἀν. 2. 10, 3· ἐν ἀπ. εἰστιᾶσθαι Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 14, 2, κτλ. ΙΙ. ὁ μακρὰν τῆς ὄψεως, ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ’ ἄποπτος ἄστεως Σοφ. Ο. Τ. 762· ἄποπτος ἡμῶν ὁ αὐτ. Ἠλ. 1489: - ἀπολ., μακράν, κἄν ἄποπτος ᾖς ὅμως ὁ αὐτ. Αἴ. 17, ἔνθα ἴδε Λοβ.· ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ’γγύθεν σκοπεῖν, πόρρωθεν μᾶλλον κτλ., Σοφ. Φ. 467· ὡς ἐξ ἀπ. θεώμενος Πλάτ. Ἀξ. 369Α. 3) ἀμυδρῶς ὁρώμενος, Διον. Ἁλ. 2. 54· ἀόρατος, Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qu’on voit seulement de loin : ἐξ ἀπόπτου de loin;
II. placé hors de la vue :
1 invisible : ἄποπτος ἡμῶν SOPH invisible pour nous, sel. d’autres vu de loin par nous;
2 éloigné : τοῦ ἄστεως SOPH de la ville.
Étymologie: ἀπό, ὄψομαι.