κατάρτισις: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάρτῐσις''': -εως, ἡ, [[ἐπανόρθωσις]], Β’ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 9. ΙΙ. [[γύμνασις]] ἵππων, Πλουτ. Θεμιστ. 2 (ἀλλ. [[κατάρτυσις]])· [[παίδευσις]], [[παιδεία]], [[ἀγωγή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 7. | |lstext='''κατάρτῐσις''': -εως, ἡ, [[ἐπανόρθωσις]], Β’ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 9. ΙΙ. [[γύμνασις]] ἵππων, Πλουτ. Θεμιστ. 2 (ἀλλ. [[κατάρτυσις]])· [[παίδευσις]], [[παιδεία]], [[ἀγωγή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />bonne direction.<br />'''Étymologie:''' [[καταρτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A restoration, 2 Ep.Cor.13.9. II training, discipline, Plu.Alex.7. III = καταρτισμός 11, Paul.Aeg.6.99.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, das Einrichten, Zurechtmachen, Wiederherstellen, καὶ παιδεία Plut. Them. 2, vgl. Alex. 7.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρτῐσις: -εως, ἡ, ἐπανόρθωσις, Β’ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 9. ΙΙ. γύμνασις ἵππων, Πλουτ. Θεμιστ. 2 (ἀλλ. κατάρτυσις)· παίδευσις, παιδεία, ἀγωγή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
bonne direction.
Étymologie: καταρτίζω.