3,274,313
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτῠμπανίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ξυλοκοπῶ, «σκοτώνω ᾿ς τὸ [[ξύλον]]», «τουμπανίζω», πρβλ. τὸ Ρωμαϊκὸν fustuarium, Δημ. 104. 25., 126. 17: - Παθ., Λυσ. 135. 9, Δημ. 383. 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14: - Οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. [[ὅστις]] ἐρμηνεύει αὐτὸ [[ἐσφαλμένως]] ἀποκεφάλισις. | |lstext='''ἀποτῠμπανίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ξυλοκοπῶ, «σκοτώνω ᾿ς τὸ [[ξύλον]]», «τουμπανίζω», πρβλ. τὸ Ρωμαϊκὸν fustuarium, Δημ. 104. 25., 126. 17: - Παθ., Λυσ. 135. 9, Δημ. 383. 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14: - Οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. [[ὅστις]] ἐρμηνεύει αὐτὸ [[ἐσφαλμένως]] ἀποκεφάλισις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποτυμπανίσω, <i>att.</i> ἀποτυμπανιῶ;<br />rouer de coups de bâton.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τυμπανίζω]]. | |||
}} | }} |