ἀπολυτικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολυτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀπολύσῃ, ἀθῳώσῃ: ― Ἐπίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχω τινός, ἔχω κατὰ νοῦν, εἶμαι διατεθειμένος νὰ ἀπολύσω, ἀθῳώσω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25.
|lstext='''ἀπολυτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀπολύσῃ, ἀθῳώσῃ: ― Ἐπίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχω τινός, ἔχω κατὰ νοῦν, εἶμαι διατεθειμένος νὰ ἀπολύσω, ἀθῳώσω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a de l’indulgence pour absoudre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολύω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολῠτικός Medium diacritics: ἀπολυτικός Low diacritics: απολυτικός Capitals: ΑΠΟΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apolytikós Transliteration B: apolytikos Transliteration C: apolytikos Beta Code: a)polutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to acquit. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be minded to acquit one, X.HG5.4.25.

German (Pape)

[Seite 313] befreiend, Sp.; ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός Xen. Hell. 5, 4. 25, Einen gern befreien wollen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολυτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀπολύσῃ, ἀθῳώσῃ: ― Ἐπίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχω τινός, ἔχω κατὰ νοῦν, εἶμαι διατεθειμένος νὰ ἀπολύσω, ἀθῳώσω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a de l’indulgence pour absoudre.
Étymologie: ἀπολύω.