ἀρχός: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχός''': ὁ, [[ἀρχηγός]], ἄρχων, [[ἡγεμών]], [[κυβερνήτης]], εἷς δέ τις ἀρχὸς [[ἀνήρ]] [[βουληφόρος]] ἔστω Ἰλ. Α. 144· [[μετὰ]] γεν. ἀρχούς αὖ [[νηῶν]] [[ἐρέω]] νῆάς τε προπάσας Β. 493, κτλ. Πινδ. ΙΙ. 1. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ὀρθὸν [[ἔντερον]], ἐπὶ ἀρχῷ φλεγμαίνοντι καὶ ὑστέρῃ φλεγμαινούσῃ Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 17, 7 κ. ἄλλ.
|lstext='''ἀρχός''': ὁ, [[ἀρχηγός]], ἄρχων, [[ἡγεμών]], [[κυβερνήτης]], εἷς δέ τις ἀρχὸς [[ἀνήρ]] [[βουληφόρος]] ἔστω Ἰλ. Α. 144· [[μετὰ]] γεν. ἀρχούς αὖ [[νηῶν]] [[ἐρέω]] νῆάς τε προπάσας Β. 493, κτλ. Πινδ. ΙΙ. 1. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ὀρθὸν [[ἔντερον]], ἐπὶ ἀρχῷ φλεγμαίνοντι καὶ ὑστέρῃ φλεγμαινούσῃ Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 17, 7 κ. ἄλλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> guide;<br /><b>2</b> chef ; qui est le premier, le plus puissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρχω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχός Medium diacritics: ἀρχός Low diacritics: αρχός Capitals: ΑΡΧΟΣ
Transliteration A: archós Transliteration B: archos Transliteration C: archos Beta Code: a)rxo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A leader, chief, εἷς δέ τις ἀρχὸς ἀνήρ Il.1.144: c. gen., νηῶν 2.493; οἰωνῶν Pi.P.1.7; ruler, Τειχιούσσης SIG3d (Milet., vi B. C.); πόλεως (opp. ἔτης), prob. in E.Fr.1014.    2 = ἄρχων, IG7.3301, al.    3 ἀ. ἑῴας, = dux Orientis, ib.14.1073 (iv A. D.).    4 of a god, SIG56.26 (Argos, v B. C.).    II the rectum, Hp.Aph.5.58, Arist. HA507a33, Theol.Ar.51.    2 the anus, Hp.Haem.2, Epid.5.20.

German (Pape)

[Seite 366] ὁ, 1) der Anführer, oft bei Hom., z. B. Iliad. 1, 144. 311. 2, 493. 541. 618 Od. 4, 629. 653. 8, 162. 391. 10, 204. 21, 187; ἵππων, οἰωνῶν Pind. Ol. 7, 71 P. 1, 7; Tragg.; nach Dion. Hal. 5, 74 bes. bei den Thessaliern üblich. – 2) der After, Arist. H. A. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχός: ὁ, ἀρχηγός, ἄρχων, ἡγεμών, κυβερνήτης, εἷς δέ τις ἀρχὸς ἀνήρ βουληφόρος ἔστω Ἰλ. Α. 144· μετὰ γεν. ἀρχούς αὖ νηῶν ἐρέω νῆάς τε προπάσας Β. 493, κτλ. Πινδ. ΙΙ. 1. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ὀρθὸν ἔντερον, ἐπὶ ἀρχῷ φλεγμαίνοντι καὶ ὑστέρῃ φλεγμαινούσῃ Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 17, 7 κ. ἄλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 guide;
2 chef ; qui est le premier, le plus puissant.
Étymologie: ἄρχω.