ἀποκάλυψις: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκάλυψις''': -εως, ἡ, [[ἀφαίρεσις]] τοῦ καλύμματος, [[φανέρωσις]], [[δήλωσις]], ἁμαρτίας Πλούτ. 2. 70F· [[ἀποκάλυψις]], ἰδίως θείων μυστηρίων, πρὸς Ρωμ. ιϚ΄, 25, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, [[φανέρωσις]], [[δήλωσις]], Ἐπιστ. π. Θεσσ. Β΄, α΄, 7. κτλ.: - ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἁγίου Ἰωάνν. Καιν. Διαθ.
|lstext='''ἀποκάλυψις''': -εως, ἡ, [[ἀφαίρεσις]] τοῦ καλύμματος, [[φανέρωσις]], [[δήλωσις]], ἁμαρτίας Πλούτ. 2. 70F· [[ἀποκάλυψις]], ἰδίως θείων μυστηρίων, πρὸς Ρωμ. ιϚ΄, 25, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, [[φανέρωσις]], [[δήλωσις]], Ἐπιστ. π. Θεσσ. Β΄, α΄, 7. κτλ.: - ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἁγίου Ἰωάνν. Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />révélation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκαλύπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκάλυψις Medium diacritics: ἀποκάλυψις Low diacritics: αποκάλυψις Capitals: ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ
Transliteration A: apokálypsis Transliteration B: apokalypsis Transliteration C: apokalypsis Beta Code: a)poka/luyis

English (LSJ)

[κᾰ], εως, ἡ,

   A uncovering, of the head, Phld.Vit.p.38J.; disclosing, of hidden springs, Plu.Aem.14: metaph., ἁμαρτίας Id.2.7of; revelation, esp. of divine mysteries, Ep.Rom.16.25, etc.; of persons, manifestation, 2 Ep.Thess.1.7, etc.; title of the Apocalypse.

German (Pape)

[Seite 305] ἡ, Enthüllung, Offenbarung, N. T.; Plut. Cat. mai. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάλυψις: -εως, ἡ, ἀφαίρεσις τοῦ καλύμματος, φανέρωσις, δήλωσις, ἁμαρτίας Πλούτ. 2. 70F· ἀποκάλυψις, ἰδίως θείων μυστηρίων, πρὸς Ρωμ. ιϚ΄, 25, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, φανέρωσις, δήλωσις, Ἐπιστ. π. Θεσσ. Β΄, α΄, 7. κτλ.: - ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἁγίου Ἰωάνν. Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
révélation.
Étymologie: ἀποκαλύπτω.