κατῶρυξ: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατῶρυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ([[κατορύσσω]]), κατορωρυγμένος, κατακεχωσμένος, «παραχωμένος», χωσμένος εἰς τὴν γῆν, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα (ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κατωρυχής]]), Εὐστ. «οἱ κατορωρυγμένοι, ὅ ἐστιν οἱ εὖ τεθεμελιωμένοι ἢ ὧν τὸ μὲν κατορώρυκται, τὸ δὲ ὑπερφαίνεται», Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 185· «λίθοι κατώρυχες· οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι, οἳ καὶ θεμέλιοι λίθοι λέγονται» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 123· τὴν κατώρυγα (ἐσφαλμ. [[τύπος]]) θεμελίωσιν Φίλων Βυζ. π. Θαυμ. Βί. ἐν τέλ.· ἴδε Λοβ. Παθ. 286. ΙΙ. ὑπὸ γῆς, [[ὑπόγειος]], κατώρυχες δ’ ἔναιον, δηλ. ἐν ὀπαῖς καὶ σπηλαίοις, Αἰσχύλ. Πρ. 452· ἐκ κατώρυχος στέγης Σοφ. Ἀντ. 1100·- [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδέτ., οἰκήματα κατώρυχα Δίων Κ. 56. 11· ἄστρα κ. δινεύονται Ἄρατ. 510. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[κατῶρυξ]], ἡ, [[ὄρυγμα]], [[λάκκος]], Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ. 1100, ἐκ κατώρυχος στέγης. 2) τεθαμμένος [[θησαυρός]], χρυσοῦ κατώρυχες Εὐρ. Ἑκ. 1002. 3) [[ῥίζα]] πρὸς τὰ [[κάτω]] χωροῦσα, καταβολάς, [[παραφυάς]], κατώρυχες καθιέμεναι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11, Στράβ. 694. | |lstext='''κατῶρυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ([[κατορύσσω]]), κατορωρυγμένος, κατακεχωσμένος, «παραχωμένος», χωσμένος εἰς τὴν γῆν, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα (ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κατωρυχής]]), Εὐστ. «οἱ κατορωρυγμένοι, ὅ ἐστιν οἱ εὖ τεθεμελιωμένοι ἢ ὧν τὸ μὲν κατορώρυκται, τὸ δὲ ὑπερφαίνεται», Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 185· «λίθοι κατώρυχες· οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι, οἳ καὶ θεμέλιοι λίθοι λέγονται» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 123· τὴν κατώρυγα (ἐσφαλμ. [[τύπος]]) θεμελίωσιν Φίλων Βυζ. π. Θαυμ. Βί. ἐν τέλ.· ἴδε Λοβ. Παθ. 286. ΙΙ. ὑπὸ γῆς, [[ὑπόγειος]], κατώρυχες δ’ ἔναιον, δηλ. ἐν ὀπαῖς καὶ σπηλαίοις, Αἰσχύλ. Πρ. 452· ἐκ κατώρυχος στέγης Σοφ. Ἀντ. 1100·- [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδέτ., οἰκήματα κατώρυχα Δίων Κ. 56. 11· ἄστρα κ. δινεύονται Ἄρατ. 510. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[κατῶρυξ]], ἡ, [[ὄρυγμα]], [[λάκκος]], Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ. 1100, ἐκ κατώρυχος στέγης. 2) τεθαμμένος [[θησαυρός]], χρυσοῦ κατώρυχες Εὐρ. Ἑκ. 1002. 3) [[ῥίζα]] πρὸς τὰ [[κάτω]] χωροῦσα, καταβολάς, [[παραφυάς]], κατώρυχες καθιέμεναι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11, Στράβ. 694. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> enfoui en terre;<br /><b>2</b> situé sous terre : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; [[κατῶρυξ]] [[στέγη]] SOPH abri souterrain;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> excavation ; souterrain, caverne;<br /><b>2</b> chambre souterraine pour le dépôt d’un trésor.<br />'''Étymologie:''' [[κατορύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ῠχος, ὁ, ἡ, (κατορύσσω)
A dug out, quarried, ἀγορὴ . . λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (as if from κατωρυχής) Od.6.267, cf. 9.185; λίθοι κ. Poll.7.123; τὴν κατώρυγα (sic) θεμελίωσιν foundation of quarried stone, Ph.Byz.Mir.6.2. 2 excavated, hewn out, ἐκ κατώρυχος στέγης, of a rock tomb, S.Ant.1100; οἰκήματα κ. D.C.56.11. II underground, κατώρυχες δ' ἔναιον A.Pr.452. 2 beneath the horizon, [ἄστρα] Arat.510. III Subst. κατῶρυξ, ἡ, cavern, S.Ant.774; χρυσοῦ κατώρυχες treasure caves, E.Hec.1002, cf. Max.Tyr.6.3. 2 rooting branch, Str.15.1.21.
German (Pape)
[Seite 1407] υχος, eingegraben, in die Erde eingesenkt; ῥυτοῖσιν λάεσσι κατωρυχέεσσιν ἀραρυῖα Od. 6, 267. 9, 185, wie von κατωρυχής, das sich sonst nicht findet; nach Eust. ὧν μέρος τι κατορώρυκται; nach Poll. 7, 123 οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι; – κατώρυχες ἔναιον, in Höhlen oder Gruben unter der Erde, Aesch. Prom. 450; ἐκ κατώρυχος στέγης Soph. Ant. 1087; κατώρυχα οἰκήματα D. C. 56, 11; κατώρυχα δινεύονται Arat. 510. – Als subst. ἡ κατῶρυξ, die Grube, Höhle; κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι Soph. Ant. 770; χρυσοῦ παλαιαὶ κατώρυχες Eur. Hec. 1002. – Auch der Senker, das Senkreis, Theophr., Strab. XV, 694.
Greek (Liddell-Scott)
κατῶρυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, (κατορύσσω), κατορωρυγμένος, κατακεχωσμένος, «παραχωμένος», χωσμένος εἰς τὴν γῆν, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κατωρυχής), Εὐστ. «οἱ κατορωρυγμένοι, ὅ ἐστιν οἱ εὖ τεθεμελιωμένοι ἢ ὧν τὸ μὲν κατορώρυκται, τὸ δὲ ὑπερφαίνεται», Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 185· «λίθοι κατώρυχες· οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι, οἳ καὶ θεμέλιοι λίθοι λέγονται» Πολυδ. Ζ΄, 123· τὴν κατώρυγα (ἐσφαλμ. τύπος) θεμελίωσιν Φίλων Βυζ. π. Θαυμ. Βί. ἐν τέλ.· ἴδε Λοβ. Παθ. 286. ΙΙ. ὑπὸ γῆς, ὑπόγειος, κατώρυχες δ’ ἔναιον, δηλ. ἐν ὀπαῖς καὶ σπηλαίοις, Αἰσχύλ. Πρ. 452· ἐκ κατώρυχος στέγης Σοφ. Ἀντ. 1100·- ὡσαύτως ὡς οὐδέτ., οἰκήματα κατώρυχα Δίων Κ. 56. 11· ἄστρα κ. δινεύονται Ἄρατ. 510. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. κατῶρυξ, ἡ, ὄρυγμα, λάκκος, Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ. 1100, ἐκ κατώρυχος στέγης. 2) τεθαμμένος θησαυρός, χρυσοῦ κατώρυχες Εὐρ. Ἑκ. 1002. 3) ῥίζα πρὸς τὰ κάτω χωροῦσα, καταβολάς, παραφυάς, κατώρυχες καθιέμεναι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11, Στράβ. 694.
French (Bailly abrégé)
υχος (ὁ, ἡ)
I. adj.
1 enfoui en terre;
2 situé sous terre : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; κατῶρυξ στέγη SOPH abri souterrain;
II. subst.
1 excavation ; souterrain, caverne;
2 chambre souterraine pour le dépôt d’un trésor.
Étymologie: κατορύσσω.