κίττα: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίττα''': κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Ἀττ. ἀντὶ κισσ-. | |lstext='''κίττα''': κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Ἀττ. ἀντὶ κισσ-. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[κίσσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Att. for κισς-. κιττάλης,
A v. κιξάλλης. κιττάναλον· ἡ κρησέρα (κρήσερα cod.), Hsch.; cf. gen. pl. κιθαναλλων dub. sens. in PSI5.485.2; χιταναλλων ib.19 (iii B.C.). κίτταρις, v. κίδαρις. κίτταρος, ὁ, wearer of κίδαρις (Cypr.), Hsch. κιττός, κιττοφόρος, κίττωσις, etc., Att. for κισς-.
Greek (Liddell-Scott)
κίττα: κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Ἀττ. ἀντὶ κισσ-.
French (Bailly abrégé)
att. c. κίσσα.