αἰγίβοτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰγίβοτος''': -ον, βοσκόμενος, ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, [[Ἰθάκη]], Ὀδ. Δ. 606· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. Ν. 246· [[γαῖα]] πρέπει νὰ νοηθῇ ἐκ τοῦ στίχ. 238. | |lstext='''αἰγίβοτος''': -ον, βοσκόμενος, ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, [[Ἰθάκη]], Ὀδ. Δ. 606· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. Ν. 246· [[γαῖα]] πρέπει νὰ νοηθῇ ἐκ τοῦ στίχ. 238. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />brouté par les chèvres ; ἡ [[αἰγίβοτος]] ([[γαῖα]]) pâturage pour les chèvres.<br />'''Étymologie:''' [[αἴξ]], [[βόσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A Ἰθάκη Od.4.606, cf. 13.246, AP9.219 (Diod.). II αἰγι-βότος, ον, feeding goats, Πάν Nonn.D.1.368, al.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίβοτος: -ον, βοσκόμενος, ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, Ἰθάκη, Ὀδ. Δ. 606· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. Ν. 246· γαῖα πρέπει νὰ νοηθῇ ἐκ τοῦ στίχ. 238.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brouté par les chèvres ; ἡ αἰγίβοτος (γαῖα) pâturage pour les chèvres.
Étymologie: αἴξ, βόσκω.