ἄθλησις: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄθλησις''': ἡ, [[ἀγών]], [[ἅμιλλα]], ἰδίως ἐπὶ ἀθλητῶν, Πολύβ. 5, 64, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 5913. 36. 2) [[καθόλου]], [[ἀγών]], [[δυσχέρεια]], [[δοκιμασία]], ἄθλ. ὑπομένειν, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιϳ, 32· περὶ τοῦ μαρτυρίου, Μαρτύριον ἁγ. Ἰγνατ. 4.
|lstext='''ἄθλησις''': ἡ, [[ἀγών]], [[ἅμιλλα]], ἰδίως ἐπὶ ἀθλητῶν, Πολύβ. 5, 64, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 5913. 36. 2) [[καθόλου]], [[ἀγών]], [[δυσχέρεια]], [[δοκιμασία]], ἄθλ. ὑπομένειν, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιϳ, 32· περὶ τοῦ μαρτυρίου, Μαρτύριον ἁγ. Ἰγνατ. 4.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />lutte, exercice d’athlète.<br />'''Étymologie:''' [[ἀθλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄθλησις Medium diacritics: ἄθλησις Low diacritics: άθλησις Capitals: ΑΘΛΗΣΙΣ
Transliteration A: áthlēsis Transliteration B: athlēsis Transliteration C: athlisis Beta Code: a)/qlhsis

English (LSJ)

ἡ,

   A contest, combat, esp. of athletes, Plb.5.64.6, SIG1073.24 (Olympia), IG14.1102: pl., Phld.Mus.p.14 K.; κατὰ τὴν ἄ. 'in the athletic world', CPHerm. 119<*>iii 13 (iii A. D.); training, practice, D.S.3.33.    2 generally, struggle, trial, ἄ. ὑπομένειν Ep.Heb.10.32.

German (Pape)

[Seite 47] ἡ, Kampf, Uebung, Polyb. 5, 64, 6; Plut. Th. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθλησις: ἡ, ἀγών, ἅμιλλα, ἰδίως ἐπὶ ἀθλητῶν, Πολύβ. 5, 64, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 5913. 36. 2) καθόλου, ἀγών, δυσχέρεια, δοκιμασία, ἄθλ. ὑπομένειν, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιϳ, 32· περὶ τοῦ μαρτυρίου, Μαρτύριον ἁγ. Ἰγνατ. 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
lutte, exercice d’athlète.
Étymologie: ἀθλέω.