ἀκουάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκουάζομαι''': [ἄκ], ἀποθ. = [[ἀκούω]] ἢ [[προσέχω]] εἴς τινα, μ. γεν., ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ι. 7· πρβλ. Ν. 9· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, εἶσθε προσκεκλημένοι εἰς τὴν εὐωχίαν, ὡς τὸ καλεῖσθαι, Λατ. vocari, Ἰλ. Δ. 343: - ἀπολ. ἀκροῶμαι, [[ἀκούω]], Ἱππ. 483.10. - Ἐν τῷ Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 423 εὕρηται, καὶ ἀκουάζω.
|lstext='''ἀκουάζομαι''': [ἄκ], ἀποθ. = [[ἀκούω]] ἢ [[προσέχω]] εἴς τινα, μ. γεν., ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ι. 7· πρβλ. Ν. 9· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, εἶσθε προσκεκλημένοι εἰς τὴν εὐωχίαν, ὡς τὸ καλεῖσθαι, Λατ. vocari, Ἰλ. Δ. 343: - ἀπολ. ἀκροῶμαι, [[ἀκούω]], Ἱππ. 483.10. - Ἐν τῷ Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 423 εὕρηται, καὶ ἀκουάζω.
}}
{{bailly
|btext=entendre : τινος OD qqn ; [[δαιτός]] IL s’entendre inviter à un repas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουάζομαι Medium diacritics: ἀκουάζομαι Low diacritics: ακουάζομαι Capitals: ΑΚΟΥΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: akouázomai Transliteration B: akouazomai Transliteration C: akouazomai Beta Code: a)koua/zomai

English (LSJ)

   A hear, listen to, c. gen., ἀοιδοῦ Od.9.7, cf. 13.9; δαιτὸς ἀκουάζεσθον ye are bidden to the feast, like καλεῖσθαι, Il.4.343: Medic., of auscultation, ἀ. πρὸς τὰ πλευρά Hp.Morb.2.61:—Act., h.Merc.423.

German (Pape)

[Seite 78] hören, Hom. dreimal, in derselben Stelle des Verses, Versende ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ Od. 9, 7 u. ἀκουάζεσθε δ' ἀοιδοῦ 13, 9; – πρώτωγὰρ καὶ δαιτὸς ἀκουάζεσθον ἐμεῖο Iliad. 4, 343; Scholl. Aristonic. ὅτι ἀκουάζεσθον εἶπε τροπικῶς ἀντὶ τοῦ ἐπαισθάνεσθαι, ἐπεὶ ἡ ἀκοὴ εἶδός ἐστιν αἰσθήσεως ..... καὶ τὸ »τοὶ δὲ (Bkk. οὐδὲ) πληγῆς ἀίοντες (11, 532)«; Didym. Scholl. οὐ λέγει δὲ τῆς ἐμῆς δαιτὸς πρῶτοι ἀκούετε, ἀλλὰ πρῶτοί μου ἀκούετε περὶ δαιτός. οὕτως Ἀρίσταρχος. – H. Merc. 423 aktiv. ἀκουάζοντα θυμῷ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουάζομαι: [ἄκ], ἀποθ. = ἀκούωπροσέχω εἴς τινα, μ. γεν., ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ι. 7· πρβλ. Ν. 9· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, εἶσθε προσκεκλημένοι εἰς τὴν εὐωχίαν, ὡς τὸ καλεῖσθαι, Λατ. vocari, Ἰλ. Δ. 343: - ἀπολ. ἀκροῶμαι, ἀκούω, Ἱππ. 483.10. - Ἐν τῷ Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 423 εὕρηται, καὶ ἀκουάζω.

French (Bailly abrégé)

entendre : τινος OD qqn ; δαιτός IL s’entendre inviter à un repas.
Étymologie: ἀκούω.