ἀλλ’: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6_9)
 
(Bailly1_1)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλλ’''': ἤ, = [[ἀλλά]] Ι. 3, εἰμή, ἐκτός, μόνον μετ’ ἀρνητικὰς λέξεις, ἰδίως, οὐδεὶς ἢ [[μηδείς]], αἱ ὁποῖαι [[συχνάκις]] συνάπτονται [[μετὰ]] τοῦ [[ἄλλος]] ἢ [[ἕτερος]], ὡς: οὐδεὶς ἀλλ’ ἢ [[ἐκείνη]], οὐδεὶς πλὴν ἐκείνης, Ἡρόδ. 9, 109· μηδὲν [[ἄλλο]] δοκεῖν [[εἶναι]] ἀληθὲς ἀλλ’ ἢ τὸ σωματοειδές, Πλάτ. Φαίδων 81Β, πρβλ. 83Α, 97D, Πολ. 429Β, κτλ.· [[ἀργύριον]] μὲν οὐκ ἔχω ἀλλ’ ἢ μικρόν τι, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 53· οὕτω καὶ [[μετὰ]] ἐρωτήσεις περιεχούσας ἢ ὑπονοούσας ἄρνησιν, Πλάτ. Φαῖδρ. 258Ε: - ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, 1112, ἀντὶ ἀλλ ἤ …, ἀλλ’ ἤ …, πιθανῶς τοῦ Κρυγέρου ἡ [[διόρθωσις]] ἀλλ’ ἦ …, ἀλλ’ ἦ …, πρέπει νὰ γείνῃ δεκτή. (Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] κάλλιστα ἑρμηνεύεται ὡς: [[ἄλλο]] ἢ = [[ἄλλο]] [[παρά]], ἐκτός, ἀπώλετο δὲ ὁ [[τόνος]] τοῦ [[ἄλλο]]· [[μάλιστα]] ἡ [[φράσις]] φαίνεται [[πλήρης]] παρ’ Ἡροδότῳ 1. 49., 9. 8, [[ἄλλο]] γε ἢ ὅτι … = ἐκτὸς ὅτι …, εἰμὴ ὅτι …, πρβλ. [[ἄλλο]] τι).
|lstext='''ἀλλ’''': ἤ, = [[ἀλλά]] Ι. 3, εἰμή, ἐκτός, μόνον μετ’ ἀρνητικὰς λέξεις, ἰδίως, οὐδεὶς ἢ [[μηδείς]], αἱ ὁποῖαι [[συχνάκις]] συνάπτονται [[μετὰ]] τοῦ [[ἄλλος]] ἢ [[ἕτερος]], ὡς: οὐδεὶς ἀλλ’ ἢ [[ἐκείνη]], οὐδεὶς πλὴν ἐκείνης, Ἡρόδ. 9, 109· μηδὲν [[ἄλλο]] δοκεῖν [[εἶναι]] ἀληθὲς ἀλλ’ ἢ τὸ σωματοειδές, Πλάτ. Φαίδων 81Β, πρβλ. 83Α, 97D, Πολ. 429Β, κτλ.· [[ἀργύριον]] μὲν οὐκ ἔχω ἀλλ’ ἢ μικρόν τι, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 53· οὕτω καὶ [[μετὰ]] ἐρωτήσεις περιεχούσας ἢ ὑπονοούσας ἄρνησιν, Πλάτ. Φαῖδρ. 258Ε: - ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, 1112, ἀντὶ ἀλλ ἤ …, ἀλλ’ ἤ …, πιθανῶς τοῦ Κρυγέρου ἡ [[διόρθωσις]] ἀλλ’ ἦ …, ἀλλ’ ἦ …, πρέπει νὰ γείνῃ δεκτή. (Ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] κάλλιστα ἑρμηνεύεται ὡς: [[ἄλλο]] ἢ = [[ἄλλο]] [[παρά]], ἐκτός, ἀπώλετο δὲ ὁ [[τόνος]] τοῦ [[ἄλλο]]· [[μάλιστα]] ἡ [[φράσις]] φαίνεται [[πλήρης]] παρ’ Ἡροδότῳ 1. 49., 9. 8, [[ἄλλο]] γε ἢ ὅτι … = ἐκτὸς ὅτι …, εἰμὴ ὅτι …, πρβλ. [[ἄλλο]] τι).
}}
{{bailly
|btext=<i>devant une voy., p.</i> [[ἀλλά]].
}}
}}

Latest revision as of 19:40, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλ’: ἤ, = ἀλλά Ι. 3, εἰμή, ἐκτός, μόνον μετ’ ἀρνητικὰς λέξεις, ἰδίως, οὐδεὶς ἢ μηδείς, αἱ ὁποῖαι συχνάκις συνάπτονται μετὰ τοῦ ἄλλοςἕτερος, ὡς: οὐδεὶς ἀλλ’ ἢ ἐκείνη, οὐδεὶς πλὴν ἐκείνης, Ἡρόδ. 9, 109· μηδὲν ἄλλο δοκεῖν εἶναι ἀληθὲς ἀλλ’ ἢ τὸ σωματοειδές, Πλάτ. Φαίδων 81Β, πρβλ. 83Α, 97D, Πολ. 429Β, κτλ.· ἀργύριον μὲν οὐκ ἔχω ἀλλ’ ἢ μικρόν τι, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 53· οὕτω καὶ μετὰ ἐρωτήσεις περιεχούσας ἢ ὑπονοούσας ἄρνησιν, Πλάτ. Φαῖδρ. 258Ε: - ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, 1112, ἀντὶ ἀλλ ἤ …, ἀλλ’ ἤ …, πιθανῶς τοῦ Κρυγέρου ἡ διόρθωσις ἀλλ’ ἦ …, ἀλλ’ ἦ …, πρέπει νὰ γείνῃ δεκτή. (Ὁ τύπος οὗτος κάλλιστα ἑρμηνεύεται ὡς: ἄλλο ἢ = ἄλλο παρά, ἐκτός, ἀπώλετο δὲ ὁ τόνος τοῦ ἄλλο· μάλισταφράσις φαίνεται πλήρης παρ’ Ἡροδότῳ 1. 49., 9. 8, ἄλλο γε ἢ ὅτι … = ἐκτὸς ὅτι …, εἰμὴ ὅτι …, πρβλ. ἄλλο τι).

French (Bailly abrégé)

devant une voy., p. ἀλλά.