ἁλτῆρες: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλτῆρες''': -ων, οἱ, ([[ἅλλομαι]]) βάρη, [[ἅπερ]] οἱ πηδῶντες ἐκράτουν εἰς τὰς χεῖρας, [[ὅπως]] προσκτῶνται ὁρμὴν ἐν τῷ πηδήματι, Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 4· ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 3, 4, πρβλ. 5. 8, πρβλ. Ἰουβεν. 6. 421, Μαρτιάλ. 7. 67., 14. 49, Σενέκ. Ἐπιστ. 56. 1, Μυλλέρ. Ἀρχ. Τεχν. §423. 3. Λεξ. Ἀρχαιολ. ἐν λέξει: - [[ἐντεῦθεν]] ἁλτηρία, ἡ, ἡ [[χρῆσις]] τῶν ἁλτήρων, Ἀρτεμίδ. 1. 55· [[ὡσαύτως]] ἁλτηροβολία, ἡ, Ἰάμβλ. [[βίος]] Πυθαγ. 21.
|lstext='''ἁλτῆρες''': -ων, οἱ, ([[ἅλλομαι]]) βάρη, [[ἅπερ]] οἱ πηδῶντες ἐκράτουν εἰς τὰς χεῖρας, [[ὅπως]] προσκτῶνται ὁρμὴν ἐν τῷ πηδήματι, Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 4· ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 3, 4, πρβλ. 5. 8, πρβλ. Ἰουβεν. 6. 421, Μαρτιάλ. 7. 67., 14. 49, Σενέκ. Ἐπιστ. 56. 1, Μυλλέρ. Ἀρχ. Τεχν. §423. 3. Λεξ. Ἀρχαιολ. ἐν λέξει: - [[ἐντεῦθεν]] ἁλτηρία, ἡ, ἡ [[χρῆσις]] τῶν ἁλτήρων, Ἀρτεμίδ. 1. 55· [[ὡσαύτως]] ἁλτηροβολία, ἡ, Ἰάμβλ. [[βίος]] Πυθαγ. 21.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />balanciers de plomb pour les exercices gymnastiques, <i>notamment pour le saut en longueur</i>, haltères.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλλομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλτῆρες Medium diacritics: ἁλτῆρες Low diacritics: αλτήρες Capitals: ΑΛΤΗΡΕΣ
Transliteration A: haltē̂res Transliteration B: haltēres Transliteration C: altires Beta Code: a(lth=res

English (LSJ)

ων, οἱ (sg., Philostr.Gym.55), (ἅλλομαι)

   A weights held in the hand to give an impetus in leaping, Crates Com.11, Arist.IA705a16, Pr.881b5, etc.

German (Pape)

[Seite 110] οἱ (ἅλλομαι), (Springer) Bleimassen, die man bei den Springübungen zur Verstärkung des Schwunges in den Händen hielt, Wuchtkolben oder Hanteln, vgl. Arist. Probl. 5, 8; Luc. Gymn. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλτῆρες: -ων, οἱ, (ἅλλομαι) βάρη, ἅπερ οἱ πηδῶντες ἐκράτουν εἰς τὰς χεῖρας, ὅπως προσκτῶνται ὁρμὴν ἐν τῷ πηδήματι, Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 4· (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 3, 4, πρβλ. 5. 8, πρβλ. Ἰουβεν. 6. 421, Μαρτιάλ. 7. 67., 14. 49, Σενέκ. Ἐπιστ. 56. 1, Μυλλέρ. Ἀρχ. Τεχν. §423. 3. Λεξ. Ἀρχαιολ. ἐν λέξει: - ἐντεῦθεν ἁλτηρία, ἡ, ἡ χρῆσις τῶν ἁλτήρων, Ἀρτεμίδ. 1. 55· ὡσαύτως ἁλτηροβολία, ἡ, Ἰάμβλ. βίος Πυθαγ. 21.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
balanciers de plomb pour les exercices gymnastiques, notamment pour le saut en longueur, haltères.
Étymologie: ἅλλομαι.