ἅλυσις: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἅλυσις''': (οὐχὶ ἄλυσις), εως, ἡ, «ἁλυσίδα·» χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα, Ἡρόδ. 9. 74· πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν, Εὐρ. Ὀρ. 984: - ὡς [[κόσμημα]] γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Νικοστρ. Ἄδηλ. 7· σφραγῖδε … ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 35. | |lstext='''ἅλυσις''': (οὐχὶ ἄλυσις), εως, ἡ, «ἁλυσίδα·» χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα, Ἡρόδ. 9. 74· πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν, Εὐρ. Ὀρ. 984: - ὡς [[κόσμημα]] γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Νικοστρ. Ἄδηλ. 7· σφραγῖδε … ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[ἄλυσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
(on the breathing v. Hdn.Gr.1.539), εως, ἡ,
A chain, χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα Hdt.9.74, cf. Th.2.76, etc.; ἐν ἁλύσει μιᾷ δεδεμένους D.Chr.30.17, cf. Ep.Eph.6.20; πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν E.Or.982:—as a woman's ornament, Ar.Fr.320.12, Nicostr. 33; σφραγῖδε . . ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι IG2.652B35. 2 collectively, chains, bondage, Plb.21.3.3. 3 link in chain armour, Arr. Tact.3.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλυσις: (οὐχὶ ἄλυσις), εως, ἡ, «ἁλυσίδα·» χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα, Ἡρόδ. 9. 74· πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν, Εὐρ. Ὀρ. 984: - ὡς κόσμημα γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Νικοστρ. Ἄδηλ. 7· σφραγῖδε … ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 35.
French (Bailly abrégé)
c. ἄλυσις.