ἀμφίβολος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίβολος''': -ον, ([[ἀμφιβάλλω]]) ὁ βαλλόμενος ἢ τιθέμενος [[πέριξ]] [[σχοινίον]], κλωστοῦ δ’ ἀμφιβόλοις λίνοιο, διὰ [[σχοινίων]] κλωστοῦ λίνου, Εὐρ. Τρῳ 537· [[σπάργανα]] ὁ αὐτ. Ἴων. 1490. ΙΙ. ὁ πληγεὶς ἢ προσβληθεὶς [[ἑκατέρωθεν]] ἢ [[πανταχόθεν]], Αἰσχύλ. Θ. 298· ἀμφ. [[εἶναι]], προσβάλλεσθαι [[πανταχόθεν]], Θουκ. 4. 32 καὶ 36· ἀμφ. γεγονέναι ὑπὸ τῶν πολεμίων Πλουτ. Κάμιλλ. 34: ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει, «ἀμφίβολοι, [[ἑκατέρωθεν]] περιβαλλόμενοι, ὡς [[Θουκυδίδης]]»: πρβλ. [[ἀμφιβολία]]. 2) ἐνεργ., ὁ [[ἀμφοτέρωθεν]] πλήττων, δίστομος, διπλῆν ἔχων αἰχμήν, (πρβλ. [[ἀμφίγυος]]), κάμακες Ἀνθ. Π. 6. 131. ΙΙΙ. [[ἀμφίβολος]], δηλ. [[ἀβέβαιος]], Πλάτ. Κρατ. 437Α, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 35, Ἀριστ., κτλ.: τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο, φρονίμως ποιοῦντες, ἐθεώρησαν τὴν καλήν των μοῖραν ὡς ἀμφίβολον, Θουκ. 4. 18· ἀμφ. [[νόμος]] Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 10· τὸ ἀμφ. ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 7, 3, καὶ ἀλλ.: ἀμφίβολα λέγειν ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 5, 4· [[οἰνάριον]] ἀμφ., ἀμφίβολον ἂν [[εἶναι]] [[οἶνος]] ἢ [[ὕδωρ]], Πολίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 8· ἐν ἀμφ. [[εἶναι]], ἐν ἀμφιβολίᾳ, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 1: ― Ἐπίρρ., οὐκ ἀμφιβόλως Αἰσχύλ. Θ. 863· πρβλ. ἀμφιλόγως. | |lstext='''ἀμφίβολος''': -ον, ([[ἀμφιβάλλω]]) ὁ βαλλόμενος ἢ τιθέμενος [[πέριξ]] [[σχοινίον]], κλωστοῦ δ’ ἀμφιβόλοις λίνοιο, διὰ [[σχοινίων]] κλωστοῦ λίνου, Εὐρ. Τρῳ 537· [[σπάργανα]] ὁ αὐτ. Ἴων. 1490. ΙΙ. ὁ πληγεὶς ἢ προσβληθεὶς [[ἑκατέρωθεν]] ἢ [[πανταχόθεν]], Αἰσχύλ. Θ. 298· ἀμφ. [[εἶναι]], προσβάλλεσθαι [[πανταχόθεν]], Θουκ. 4. 32 καὶ 36· ἀμφ. γεγονέναι ὑπὸ τῶν πολεμίων Πλουτ. Κάμιλλ. 34: ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει, «ἀμφίβολοι, [[ἑκατέρωθεν]] περιβαλλόμενοι, ὡς [[Θουκυδίδης]]»: πρβλ. [[ἀμφιβολία]]. 2) ἐνεργ., ὁ [[ἀμφοτέρωθεν]] πλήττων, δίστομος, διπλῆν ἔχων αἰχμήν, (πρβλ. [[ἀμφίγυος]]), κάμακες Ἀνθ. Π. 6. 131. ΙΙΙ. [[ἀμφίβολος]], δηλ. [[ἀβέβαιος]], Πλάτ. Κρατ. 437Α, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 35, Ἀριστ., κτλ.: τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο, φρονίμως ποιοῦντες, ἐθεώρησαν τὴν καλήν των μοῖραν ὡς ἀμφίβολον, Θουκ. 4. 18· ἀμφ. [[νόμος]] Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 10· τὸ ἀμφ. ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 7, 3, καὶ ἀλλ.: ἀμφίβολα λέγειν ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 5, 4· [[οἰνάριον]] ἀμφ., ἀμφίβολον ἂν [[εἶναι]] [[οἶνος]] ἢ [[ὕδωρ]], Πολίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 8· ἐν ἀμφ. [[εἶναι]], ἐν ἀμφιβολίᾳ, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 1: ― Ἐπίρρ., οὐκ ἀμφιβόλως Αἰσχύλ. Θ. 863· πρβλ. ἀμφιλόγως. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> enveloppé, frappé de tous côtés ; ἀμφίβολον [[εἶναι]] être entre deux assaillants;<br /><b>2</b> à double sens, ambigu, équivoque ; incertain, douteux ; [[ἐν]] ἀμφιβόλῳ être dans le doute ; <i>en parl. de pers.</i> qui est dans l’incertitude, incertain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφιβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A put round, encompassing, σπάργανα E.Ion1490; ὄρη Opp.C.2.133: Subst. -βολον, τό, klwstou= -bo/lois li/noio E.Tr.537, cf. AP6.296 (Leon.). II struck or attacked on both or all sides, A.Th.298; ἀ. εἶναι to be between two fires, Th.4.32,36; ἀ. γεγονέναι ὑπὸ τῶν πολεμίων Plu.Cam.34, cf. Ph.Bel.86.13. 2 Act., hitting at both ends, double-pointed, κάμακες AP6.131 (Leon.). III doubtful, ambiguous, Pl.Cra.437a, X.Mem.1.2.35, etc.; τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο prudently accounted their good fortune as doubtful, Th. 4.18; ἐς ἀ. θέσθαι call in question, Plu.2.756c; τὰ ἅπαξ κεκριμένα ἀ. ποιῆσαι OGI664 (Egypt, i A.D.); ἀ. νόμος Arist.Rh.1375b11; τὸ ἀ. Top.160a29; ἀμφίβολα λέγειν Rh.1407a37; δηλώσεις ἀ. Epicur. Ep.1p.27U.; συλλογισμοί, λέξεις, Chrysipp.Stoic.2.67,107; διάλεκτοι, prob. contradictory, ib.56,58; οἰνάριον ἀ. doubtful whether it is wine or vinegar, Polioch.2.8; ἐν ἀμφιβόλῳ εἶναι to be doubtful, Luc.D Mort. 1.1; κατὰ δύο ἀμφίβολα Olymp.in Mete.22.27. Adv., οὐκ ἀμφιβόλως A.Th.863; ἀ. ἔχειν D.H.Rh.10.5; δέξασθαι Arr.Tact.31.1. IV of persons, in doubt, wavering, uncertain, Luc.D Deor.20.11, D.C.37.36, etc.; also ἀ. βίος, of a turncoat, Luc.Pseudol.16; ἄνθρωπος, of a eunuch, Lib.Eth.26.3.
German (Pape)
[Seite 137] (ἀμφιβάλλω), 1) umgeworfen, τὸ ἀμφ., das Gewand, Eur. λίνεα Troad. 537; vgl. Ion 1510 Herm.; Leon. Tar. 12 (VI, 296), das Netz. – 2) von allen Seiten geworfen, angegriffen, πολῖται Aesch. Spt. 280; Thuc. 4, 36; γίγνεσθαι 4, 32 (Arr. 3, 18, 8 πάντοθεν ἀμφίβολοι γενόμενοι, Plut. ὑπὸ τῶν πολεμίων Camill. 34); διπλάσιόν τε πόνον ἔχειν καὶ ἐν ἀμφιβόλῳ μᾶλλον γίγνεσθαι (Schol. ἑκατέρωθεν βάλλεσθαι), noch mehr in die Klemme gerathen, 2, 76. – 3) zweideutig, ungewiß, ὄνομα Plat. Crat. 437 a; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 35; φήμη Plut. Oth.; ἐν ἀμφιβόλῳ Luc. Mort. D. 1, 1; τὸ ἀμφίβ. καὶ ἀβέβαιον τῆς τύχης Luc. Char. 18; καὶ περισφαλὴς τύχη Plut. fort. Rom. 4; οἰνάριον Polioch. com. Ath. II, 60 c; κρίσις Arabi. 4 (Plan. 148); vgl. Pallad. 104 (X, 65). Bei Leon. Tar. 24 (VI, 131) scheinen κάμακες ἀμφίβολοι von beiden Seiten treffende zu sein. – Adv. ἀμφιβόλως, zweideutig, Aesch. Spt. 845 Pers. 871.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβολος: -ον, (ἀμφιβάλλω) ὁ βαλλόμενος ἢ τιθέμενος πέριξ σχοινίον, κλωστοῦ δ’ ἀμφιβόλοις λίνοιο, διὰ σχοινίων κλωστοῦ λίνου, Εὐρ. Τρῳ 537· σπάργανα ὁ αὐτ. Ἴων. 1490. ΙΙ. ὁ πληγεὶς ἢ προσβληθεὶς ἑκατέρωθεν ἢ πανταχόθεν, Αἰσχύλ. Θ. 298· ἀμφ. εἶναι, προσβάλλεσθαι πανταχόθεν, Θουκ. 4. 32 καὶ 36· ἀμφ. γεγονέναι ὑπὸ τῶν πολεμίων Πλουτ. Κάμιλλ. 34: ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει, «ἀμφίβολοι, ἑκατέρωθεν περιβαλλόμενοι, ὡς Θουκυδίδης»: πρβλ. ἀμφιβολία. 2) ἐνεργ., ὁ ἀμφοτέρωθεν πλήττων, δίστομος, διπλῆν ἔχων αἰχμήν, (πρβλ. ἀμφίγυος), κάμακες Ἀνθ. Π. 6. 131. ΙΙΙ. ἀμφίβολος, δηλ. ἀβέβαιος, Πλάτ. Κρατ. 437Α, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 35, Ἀριστ., κτλ.: τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο, φρονίμως ποιοῦντες, ἐθεώρησαν τὴν καλήν των μοῖραν ὡς ἀμφίβολον, Θουκ. 4. 18· ἀμφ. νόμος Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 10· τὸ ἀμφ. ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 7, 3, καὶ ἀλλ.: ἀμφίβολα λέγειν ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 5, 4· οἰνάριον ἀμφ., ἀμφίβολον ἂν εἶναι οἶνος ἢ ὕδωρ, Πολίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 8· ἐν ἀμφ. εἶναι, ἐν ἀμφιβολίᾳ, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 1: ― Ἐπίρρ., οὐκ ἀμφιβόλως Αἰσχύλ. Θ. 863· πρβλ. ἀμφιλόγως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 enveloppé, frappé de tous côtés ; ἀμφίβολον εἶναι être entre deux assaillants;
2 à double sens, ambigu, équivoque ; incertain, douteux ; ἐν ἀμφιβόλῳ être dans le doute ; en parl. de pers. qui est dans l’incertitude, incertain.
Étymologie: ἀμφιβάλλω.