ἀνασειράζω: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνασειράζω''': [[ἕλκω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] διὰ τῆς σειρᾶς, [[ἤτοι]] τῆς ἁλύσεως, ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον [[προτέρωσε]] κιοῦσαν Ἀπολ. Ρόδ. Α. 391: μεταφ., [[περιορίζω]], φλόγα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470· τὴν ὄρεξιν Ἀνθ. Π. 9. 687: - ῥημ. ἐπίθ. ἀνασειραστέον, Βυζ. 2) [[ἀπάγω]] ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, [[ὅστις]] σε θεῶν ἀνασειράζει καὶ παρακόπτει φρένας Εὐρ. Ἱππ. 237, [[ἔνθα]] ἴδε Βαλκ. | |lstext='''ἀνασειράζω''': [[ἕλκω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] διὰ τῆς σειρᾶς, [[ἤτοι]] τῆς ἁλύσεως, ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον [[προτέρωσε]] κιοῦσαν Ἀπολ. Ρόδ. Α. 391: μεταφ., [[περιορίζω]], φλόγα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470· τὴν ὄρεξιν Ἀνθ. Π. 9. 687: - ῥημ. ἐπίθ. ἀνασειραστέον, Βυζ. 2) [[ἀπάγω]] ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, [[ὅστις]] σε θεῶν ἀνασειράζει καὶ παρακόπτει φρένας Εὐρ. Ἱππ. 237, [[ἔνθα]] ἴδε Βαλκ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=secouer la bride (pour dompter le cheval).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], σειράζω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A draw back with a hawser, A.R.1.391: metaph., hold in check, φλόγα v.l. in Ar.Fr.561; τὴν ὄρεξιν AP9.687. 2 draw off the right road, E.Hipp.237; draw away, c. gen., τινὰ χάρμης Nonn. D.39.355.
German (Pape)
[Seite 207] mit dem Seil zurückziehen, Ep. ad. 362 (IX, 687); ἰωήν Paul. Sil. 39 (V, 241); vom rechten Wege abbringen, Eur. Hipp. 238; φλόγα ἀνασ. Ar. bei Poll. 10, 119, von B. A. 392 ἀνατρέπειν, ἀνθέλκειν erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασειράζω: ἕλκω πρὸς τὰ ὀπίσω διὰ τῆς σειρᾶς, ἤτοι τῆς ἁλύσεως, ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν Ἀπολ. Ρόδ. Α. 391: μεταφ., περιορίζω, φλόγα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470· τὴν ὄρεξιν Ἀνθ. Π. 9. 687: - ῥημ. ἐπίθ. ἀνασειραστέον, Βυζ. 2) ἀπάγω ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει καὶ παρακόπτει φρένας Εὐρ. Ἱππ. 237, ἔνθα ἴδε Βαλκ.
French (Bailly abrégé)
secouer la bride (pour dompter le cheval).
Étymologie: ἀνά, σειράζω.