ἀνδραγάθημα: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρᾰγάθημα''': -ατος, τό, γενναία [[πρᾶξις]], Πλουτ. Σερτ. 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 9. - Ἴδε Φρύν. ἐν λέξει [[κατόρθωμα]]. | |lstext='''ἀνδρᾰγάθημα''': -ατος, τό, γενναία [[πρᾶξις]], Πλουτ. Σερτ. 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 9. - Ἴδε Φρύν. ἐν λέξει [[κατόρθωμα]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />belle action.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδραγαθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A brave, manly deed, Str.1.2.8, Plu.Sert.10,IG14.951,Jul.Caes.329c, etc.
German (Pape)
[Seite 216] τό, tapfere That, Plut. Sert. 10 u. Sp. Nach Phrynich. att. für κατόρθωμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγάθημα: -ατος, τό, γενναία πρᾶξις, Πλουτ. Σερτ. 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 9. - Ἴδε Φρύν. ἐν λέξει κατόρθωμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
belle action.
Étymologie: ἀνδραγαθέω.