ἀνανέω: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνανέω''': ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -[[νεύσομαι]], [[ἀναθέω]], [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: [[ἐντεῦθεν]], [[ἀναλαμβάνω]], Δίων Χρυσ.
|lstext='''ἀνανέω''': ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -[[νεύσομαι]], [[ἀναθέω]], [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: [[ἐντεῦθεν]], [[ἀναλαμβάνω]], Δίων Χρυσ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἀνένευσα]];<br />remonter sur l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[νέω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανέω Medium diacritics: ἀνανέω Low diacritics: ανανέω Capitals: ΑΝΑΝΕΩ
Transliteration A: ananéō Transliteration B: ananeō Transliteration C: ananeo Beta Code: a)nane/w

English (LSJ)

   A come to the surface, Ael.NA5.22.

German (Pape)

[Seite 199] (s. νέω), heraufschwimmen, emportauchen, Ael. H. A. 5, 20; sich erholen, ἀπό τινος, Dio Chrys. I. 164.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανέω: ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -νεύσομαι, ἀναθέω, ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: ἐντεῦθεν, ἀναλαμβάνω, Δίων Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνένευσα;
remonter sur l’eau.
Étymologie: ἀνά, νέω.