3,274,306
edits
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφέρω''': ποιητ. [[ἀμφέρω]]: μέλλ. [[ἀνοίσω]]: ἀόρ. ἀνήνεγκα, Ἰων. ἀνήνεικα, [[ὡσαύτως]] ἄνῳσα Ἡρόδ. 1. 157: (ἴδε [[φέρω]]). Ι. [[φέρω]] ἢ [[φέρω]] [[ἐπάνω]], «τὸν μὲν (τὸν Κέρβερον δηλ.) ἐγὼν [[ἀνένεικα]] καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀΐδαο» Ὀδ. Λ. 625· ἐκ τῆς ἰλύος [[ψῆγμα]] ἀναφέρουσι χρυσοῦ Ἡρόδ. 4. 195, πρβλ. 6. 102· ἀν. τινὰ εἰς Ὄλυμπον, εἰς τοὺς θεοὺς Ξεν. Συμπ. 8. 30, Πλούτ., κτλ: - παρ’ ἱστορικοῖς συγγραφεῦσι, [[φέρω]] εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς χώρας, ἰδίως εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς Ἀσίας, Ἡρόδ. 6. 30 (πρβλ. [[ἀνάβασις]] Ι. 2): [[ἀνεγείρω]], εἰς τὸ ἄνω Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802: - Μέσ., [[λαμβάνω]], [[κομίζω]] τι μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], καὶ ἀνενεικάμενος τὰ ἔχων ἐξεχώρησε Ἡρόδ. 3. 148· [[φέρω]] μετ’ ἐμοῦ εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ἐς τὴν δὴ ἀνηνείκαντο (τὰ χρήματα) καὶ αὐτοὶ ἀνέβησαν 8. 32, 36, κτλ. 2) ἀφίνω ν’ ἀναβαίνῃ τι, [[χύνω]], ἐπὶ δακρύων, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη Αἰσχύλ. Χο. 447· ἐξεμῶ, «ξερνῶ», αἵματος [[πλῆθος]] ἀνενεγκεῖν Πλουτ. Κλεομ. 15· [[ἀναπέμπω]], [[ἐκπέμπω]], «βγάζω», ἀν. φωνάς, στεναγμοὺς [[αὐτόθι]] κτλ.: - Μέσ., ἀνενείκασθαι, ἀπόλ., [[ἐκπέμπω]] βαθείαν ἀναπνοήν, οἰονεὶ βαθὺν στεναγμόν, μνησάμενος δ’ ἁδινῶς ἀνενείκατο, «πολὺ ἤγαγε [[πνεῦμα]], οἱονεὶ ἀνεστέναξεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.: - ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα Ἡρόδ. 1. 86 ([[ἔνθα]] ἄλλοι ἑρμηνεύουσιν, ἀφοῦ συνῆλθεν, ἀφοῦ ἦλθεν εἰς ἑαυτόν, ἴδε κατωτέρ. ΙΙ. 6): παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, = [[προφέρω]], [[ἐκπέμπω]], ἀνενείκατο φωνάν, μῦθον, Θεόκρ. 23.18, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 463.<br /><br />3) σηκώνω, [[βαστάζω]], [[ὑπομένω]], Λατ. sustinere, [[ἄχθος]] Αἰσχύλ. Χο. 841· κινδύνους Θοκυ. 3. 38· πόλεμον, διαβολάς, κτλ., Πολύβ., κτλ.· πολλῶν ἀν. ἁμαρτίας Ἑβδ. (Ἡσαΐ. νγ΄, 12), Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. θ΄, 28. <br /><br />4) [[προσφέρω]], [[συνεισφέρω]], εἰς τὸ κοινὸν Δημ. 1030. 13: [[ὑπομένω]], ὑφίσταμαι τὴν τιμωρίαν, «[[ἅπαξ]] προσενεχθεὶς εἰς τὸ πολλῶν ἀνενεγκεῖν ἁμαρτίας» πρὸς Ἑβρ. η΄, 27., ιγ΄, 15, κτλ.: - ἀπολ., [[ἴσως]], = [[ἐξιλάσκομαι]], ποιῶ ἐξιλασμόν, Ἐπιγρ. παρὰ Newton 82, 83, 88, κτλ. <br />5) ἀμετάβ., ἐπὶ ὁδοῦ, κατὰ τὴν εἰς Πειραιᾶ ἁμαξιτὸν ἀναφέρουσαν Ξεν. Ἑλλ. 2, 4, 10, πρβλ. Πολύβ. 8, 31 1.<br />ΙΙ. [[φέρω]], [[ἐπαναφέρω]], ἀρχαῖαι δ’ ἀρεταὶ ἀμφέροντ’ ἀλλασσόμεναι Πινδ. Ν. 11. 49, (μέσως) ἐπανέρχονται, ἀναλάμπουσι [[πάλιν]]· - ἀνασηκώνω· λαιὸν μὲν εἰς [[τοὔπισθεν]] ἀμφέρει [[πόδα]], ἀναστρέφει πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] προσποιηθεὶς πρὸς στιγμὴν ὅτι θὰ ἀποχωρήσῃ τῆς μάχης, Εὐρ. Φοίν. 1410· [[συχν]]. παρὰ πεζοῖς, καὶ τὰς κώπας ἀδύνατοι ὄντες ἐν κλυδωνίῳ ἀναφέρειν, ἐξάγειν αὐτὰς ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τὴν εἰρεσίαν, Θουκ. 2. 84· [[οὕτως]], ἡ [[εἰρεσία]] ἀναφέρεται Πλουτ. Δημ. 53, Ἀντών. 24.<br />2) [[ἀναγγέλλω]], [[ἀναφέρω]], ὡς καὶ νῦν, Λατ. renuntiare, ἄσσα δ’ ἂν ἕκαστα τῶν χρηστηρίων θεσπίσῃ .. ἀναφέρειν παρ’ ἑωυτόν, νὰ ἀναγγείλωσιν εἰς αὐτόν, «νὰ τοῦ τὰ ἀναφέρουν», Ἡρόδ. 1. 47. ἔς τινα ὁ αὐτ. 1. 91, Θουκ. 5. 28, κτλ.· τὰ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἀνενεγκόντες Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 250. 12: - Παθ., Ἡρόδ. 1. 141, καὶ ἀλλ.: - Μέσ., [[χρησιμεύω]] ὡς [[κατάσκοπος]], Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 6. 5, 3., 8. 4, 3.<br />3) [[ἐπαναφέρω]], ἐκ τῆς ἐξορίας, Θουκ. 5. 16.<br />4) ἀνιχνεύων [[εὑρίσκω]] τὸν προπάτορα τῆς οἰκογενείας, [[ἀναφέρω]], [[ἀνάγω]], τὸ Ἡρακλέους γένος εἰς Περσέα ἀναφέρεται Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 120Ε· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ γένος, ἀν. εἰς Ἡρακλέα ὁ αὐτ. Θεαίτ. 175Α.<br /><br />5) [[ἀναφέρω]] τι εἴς τινα, [[φέρω]] τι ἐνώπιόν τινος, βουλεύματα δὲ πάντα ἐς τὸ κοινὸν ἀναφέρει Ἡρόδ. 3. 80· ὁ δὲ περὶ τοῦ Ὠκεανοῦ λέξας, ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας, οὐκ ἔχει ἔλεγχον ὁ αὐτ. 2. 23· ἀποδίδω, ἁμαρτίαν εἴς τινα ἀν. Εὐρ. Ὀρ. 76, Βάκχ. 29, κτλ.· ἀναφ. κηλῖδα εἴς τινα Ἀντιφῶν 123. 42· τὴν αἰτίαν εἴς τινα Λυσ. 164. 42· σπανίως ἀν. τί τινι Εὐρ. Ὀρ. 432, Λυσ. 127. 33· τι ἐπί τινα Δημ. 302. 28, Αἰσχίν. 84. 36· τι ἐπί τι Πλάτ. Φαίδων 76D· τι [[πρός]] τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 5, καὶ ἀλλ.· ποῖ δίκην ἀνοίσομεν; εἰς τίνα νὰ ἀναφέρωμεν τὴν κρίσην, Εὐρ. Ἴων 253.<br /><br />β) [[ἄνευ]] αἰτ., ἀν. εἴς τινα, ποιῶ τι γνωστὸν εἴς τινα, [[ἀναφέρω]] τι εἴς τινα [[ὅπως]] εἴπῃ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]], ἐπεί τε ὑμῖν ἀναφέρειν ἐς πλεῦνας ἐδόκεε, ἀφοῦ ὑμεῖς ἐκρίνατε εὔλογον ν’ ἀναφέρητε τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς πλείονας, Ἡρόδ. 3. 71, Πλάτ. Ἀπολ. 20Ε, Δημ. 920, 26· εἴς τινα [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 157., 7. 149· ἀν. [[πρός]] τι, ὡς εἰς [[πρότυπον]] ἢ [[παράδειγμα]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11: - ἐπὶ πραγμάτων, ἀν. εἴς τι, ἔχειν σχέσεις [[πρός]] τι, Πλάτ. Πολ. 484C, πρβλ. Φαῖδρ. 237D<br /><br />6) [[ἐπαναφέρω]] τι εἰς τὴν προτέραν (καλὴν) κατάστασιν, ἀνορθῶ, καὶ ἐκ πονήρων τῶν πραγμάτων γενομένων τοῦτο πρῶτον ἀνήνεγκε τὴν πόλιν Θουκ. 8. 97· ἀν. ἑαυτὸν Αἰλ. π. Ζ. 13. 12: - καὶ ἐν τῷ παθ., [[ἀναλαμβάνω]], [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[μόγις]] δὲ δή κοτε ἀνενειχθεὶς εἶπε (ἴδε ἀνωτ. 1. 2) Ἡρόδ. 1. 116· [[ἄφωνος]] ἐγένετο, [[ἔπειτα]] [[πάλιν]] ἀνηνέχθη Θεόπομπ. Κωμ. Ἄδηλ. 12: - οὕτω, <br />β) ἀμετάβ. ἐν ἐνεργ. φωνῇ, [[συνέρχομαι]], [[ἀναλαμβάνω]], τῷ πόματι ἀνέφερον (ἐνν. ἑαυτοὺς) Ἡρόδ. 3. 22, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1246, Δημ. 210. 15· ἐκ τραύματος Διον. Ἁλ. 4. 67· ἐξ ὕπνων Πλουτ. Κάμ. 23· ἀνέφερέ τις ἐλπὶς ἀμυδρὰ ἐκ τῶν παρόντων, ἀνέφαινεν, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 38· ἴδε σημ. Κορ. Πλουτ. Β. Π. τόμ. 2. σ. 372. <br />7) παθ. εἰσκομίζομαι, [[εἰσέρχομαι]], [[πάνυ]] πολλὰ χρήματα εἰς τὴν πόλιν ἀνενεχθέντα Ξεν. Πόρ. 5. 12· πληρώνω ἢ [[ἐπιστρέφω]] τι ὡς πληρωθέν, δίδω αὐτὸ [[ὀπίσω]], οὔτ’ ἐκείνῳ διέλυσεν [[οὔτε]] νῦν εἰς τὸ κοινὸν ἀνενήνοχεν Δημ. 1030. 13, πρβλ. 1031. 9. 11· πρὸς ἣν [ἀρχὴν] αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 6. 8) [[φέρω]] εἰς τὸν νοῦν μου, θεωρῶ, [[ἐξετάζω]], χρὴ δὲ ἀναφέρειν παραδεικνύντα ἑαυτῷ τὸν νομοθέτην τῷ λόγῳ Πλάτ. Νόμ. 829Ε· ἐνθυμοῦμαι, Οὐυττεμβ. Πλουτ. 2. 126F. <br />9) [[ἐπαναλαμβάνω]], Πλάτ. Τίμ. 26Α. <br />10) [[παραβάλλω]] τι [[πρός]] τι ὡς ὅμοιον, [[παραλληλίζω]], «καὶ τῶν γε καθ’ αὑτὸν ἐκ τῆς οἰκίας γεγονότων ἐπιφανῶν ἀνδρῶν ἀναφέρειν ἐνίους πρὸς τὸν ἀνδριάντα τοῦ Βρούτου τὴν ὁμοιότητα τῆς ἰδέας» Πλουτ. Βροῦτ. 1: - [[παριστάνω]], [[εἰκονίζω]], ὁ αὐτ. 2. 65Β. | |lstext='''ἀναφέρω''': ποιητ. [[ἀμφέρω]]: μέλλ. [[ἀνοίσω]]: ἀόρ. ἀνήνεγκα, Ἰων. ἀνήνεικα, [[ὡσαύτως]] ἄνῳσα Ἡρόδ. 1. 157: (ἴδε [[φέρω]]). Ι. [[φέρω]] ἢ [[φέρω]] [[ἐπάνω]], «τὸν μὲν (τὸν Κέρβερον δηλ.) ἐγὼν [[ἀνένεικα]] καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀΐδαο» Ὀδ. Λ. 625· ἐκ τῆς ἰλύος [[ψῆγμα]] ἀναφέρουσι χρυσοῦ Ἡρόδ. 4. 195, πρβλ. 6. 102· ἀν. τινὰ εἰς Ὄλυμπον, εἰς τοὺς θεοὺς Ξεν. Συμπ. 8. 30, Πλούτ., κτλ: - παρ’ ἱστορικοῖς συγγραφεῦσι, [[φέρω]] εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς χώρας, ἰδίως εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς Ἀσίας, Ἡρόδ. 6. 30 (πρβλ. [[ἀνάβασις]] Ι. 2): [[ἀνεγείρω]], εἰς τὸ ἄνω Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802: - Μέσ., [[λαμβάνω]], [[κομίζω]] τι μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], καὶ ἀνενεικάμενος τὰ ἔχων ἐξεχώρησε Ἡρόδ. 3. 148· [[φέρω]] μετ’ ἐμοῦ εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ἐς τὴν δὴ ἀνηνείκαντο (τὰ χρήματα) καὶ αὐτοὶ ἀνέβησαν 8. 32, 36, κτλ. 2) ἀφίνω ν’ ἀναβαίνῃ τι, [[χύνω]], ἐπὶ δακρύων, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη Αἰσχύλ. Χο. 447· ἐξεμῶ, «ξερνῶ», αἵματος [[πλῆθος]] ἀνενεγκεῖν Πλουτ. Κλεομ. 15· [[ἀναπέμπω]], [[ἐκπέμπω]], «βγάζω», ἀν. φωνάς, στεναγμοὺς [[αὐτόθι]] κτλ.: - Μέσ., ἀνενείκασθαι, ἀπόλ., [[ἐκπέμπω]] βαθείαν ἀναπνοήν, οἰονεὶ βαθὺν στεναγμόν, μνησάμενος δ’ ἁδινῶς ἀνενείκατο, «πολὺ ἤγαγε [[πνεῦμα]], οἱονεὶ ἀνεστέναξεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.: - ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα Ἡρόδ. 1. 86 ([[ἔνθα]] ἄλλοι ἑρμηνεύουσιν, ἀφοῦ συνῆλθεν, ἀφοῦ ἦλθεν εἰς ἑαυτόν, ἴδε κατωτέρ. ΙΙ. 6): παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, = [[προφέρω]], [[ἐκπέμπω]], ἀνενείκατο φωνάν, μῦθον, Θεόκρ. 23.18, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 463.<br /><br />3) σηκώνω, [[βαστάζω]], [[ὑπομένω]], Λατ. sustinere, [[ἄχθος]] Αἰσχύλ. Χο. 841· κινδύνους Θοκυ. 3. 38· πόλεμον, διαβολάς, κτλ., Πολύβ., κτλ.· πολλῶν ἀν. ἁμαρτίας Ἑβδ. (Ἡσαΐ. νγ΄, 12), Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. θ΄, 28. <br /><br />4) [[προσφέρω]], [[συνεισφέρω]], εἰς τὸ κοινὸν Δημ. 1030. 13: [[ὑπομένω]], ὑφίσταμαι τὴν τιμωρίαν, «[[ἅπαξ]] προσενεχθεὶς εἰς τὸ πολλῶν ἀνενεγκεῖν ἁμαρτίας» πρὸς Ἑβρ. η΄, 27., ιγ΄, 15, κτλ.: - ἀπολ., [[ἴσως]], = [[ἐξιλάσκομαι]], ποιῶ ἐξιλασμόν, Ἐπιγρ. παρὰ Newton 82, 83, 88, κτλ. <br />5) ἀμετάβ., ἐπὶ ὁδοῦ, κατὰ τὴν εἰς Πειραιᾶ ἁμαξιτὸν ἀναφέρουσαν Ξεν. Ἑλλ. 2, 4, 10, πρβλ. Πολύβ. 8, 31 1.<br />ΙΙ. [[φέρω]], [[ἐπαναφέρω]], ἀρχαῖαι δ’ ἀρεταὶ ἀμφέροντ’ ἀλλασσόμεναι Πινδ. Ν. 11. 49, (μέσως) ἐπανέρχονται, ἀναλάμπουσι [[πάλιν]]· - ἀνασηκώνω· λαιὸν μὲν εἰς [[τοὔπισθεν]] ἀμφέρει [[πόδα]], ἀναστρέφει πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] προσποιηθεὶς πρὸς στιγμὴν ὅτι θὰ ἀποχωρήσῃ τῆς μάχης, Εὐρ. Φοίν. 1410· [[συχν]]. παρὰ πεζοῖς, καὶ τὰς κώπας ἀδύνατοι ὄντες ἐν κλυδωνίῳ ἀναφέρειν, ἐξάγειν αὐτὰς ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τὴν εἰρεσίαν, Θουκ. 2. 84· [[οὕτως]], ἡ [[εἰρεσία]] ἀναφέρεται Πλουτ. Δημ. 53, Ἀντών. 24.<br />2) [[ἀναγγέλλω]], [[ἀναφέρω]], ὡς καὶ νῦν, Λατ. renuntiare, ἄσσα δ’ ἂν ἕκαστα τῶν χρηστηρίων θεσπίσῃ .. ἀναφέρειν παρ’ ἑωυτόν, νὰ ἀναγγείλωσιν εἰς αὐτόν, «νὰ τοῦ τὰ ἀναφέρουν», Ἡρόδ. 1. 47. ἔς τινα ὁ αὐτ. 1. 91, Θουκ. 5. 28, κτλ.· τὰ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἀνενεγκόντες Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 250. 12: - Παθ., Ἡρόδ. 1. 141, καὶ ἀλλ.: - Μέσ., [[χρησιμεύω]] ὡς [[κατάσκοπος]], Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 6. 5, 3., 8. 4, 3.<br />3) [[ἐπαναφέρω]], ἐκ τῆς ἐξορίας, Θουκ. 5. 16.<br />4) ἀνιχνεύων [[εὑρίσκω]] τὸν προπάτορα τῆς οἰκογενείας, [[ἀναφέρω]], [[ἀνάγω]], τὸ Ἡρακλέους γένος εἰς Περσέα ἀναφέρεται Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 120Ε· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ γένος, ἀν. εἰς Ἡρακλέα ὁ αὐτ. Θεαίτ. 175Α.<br /><br />5) [[ἀναφέρω]] τι εἴς τινα, [[φέρω]] τι ἐνώπιόν τινος, βουλεύματα δὲ πάντα ἐς τὸ κοινὸν ἀναφέρει Ἡρόδ. 3. 80· ὁ δὲ περὶ τοῦ Ὠκεανοῦ λέξας, ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας, οὐκ ἔχει ἔλεγχον ὁ αὐτ. 2. 23· ἀποδίδω, ἁμαρτίαν εἴς τινα ἀν. Εὐρ. Ὀρ. 76, Βάκχ. 29, κτλ.· ἀναφ. κηλῖδα εἴς τινα Ἀντιφῶν 123. 42· τὴν αἰτίαν εἴς τινα Λυσ. 164. 42· σπανίως ἀν. τί τινι Εὐρ. Ὀρ. 432, Λυσ. 127. 33· τι ἐπί τινα Δημ. 302. 28, Αἰσχίν. 84. 36· τι ἐπί τι Πλάτ. Φαίδων 76D· τι [[πρός]] τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 5, καὶ ἀλλ.· ποῖ δίκην ἀνοίσομεν; εἰς τίνα νὰ ἀναφέρωμεν τὴν κρίσην, Εὐρ. Ἴων 253.<br /><br />β) [[ἄνευ]] αἰτ., ἀν. εἴς τινα, ποιῶ τι γνωστὸν εἴς τινα, [[ἀναφέρω]] τι εἴς τινα [[ὅπως]] εἴπῃ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]], ἐπεί τε ὑμῖν ἀναφέρειν ἐς πλεῦνας ἐδόκεε, ἀφοῦ ὑμεῖς ἐκρίνατε εὔλογον ν’ ἀναφέρητε τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς πλείονας, Ἡρόδ. 3. 71, Πλάτ. Ἀπολ. 20Ε, Δημ. 920, 26· εἴς τινα [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 157., 7. 149· ἀν. [[πρός]] τι, ὡς εἰς [[πρότυπον]] ἢ [[παράδειγμα]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11: - ἐπὶ πραγμάτων, ἀν. εἴς τι, ἔχειν σχέσεις [[πρός]] τι, Πλάτ. Πολ. 484C, πρβλ. Φαῖδρ. 237D<br /><br />6) [[ἐπαναφέρω]] τι εἰς τὴν προτέραν (καλὴν) κατάστασιν, ἀνορθῶ, καὶ ἐκ πονήρων τῶν πραγμάτων γενομένων τοῦτο πρῶτον ἀνήνεγκε τὴν πόλιν Θουκ. 8. 97· ἀν. ἑαυτὸν Αἰλ. π. Ζ. 13. 12: - καὶ ἐν τῷ παθ., [[ἀναλαμβάνω]], [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[μόγις]] δὲ δή κοτε ἀνενειχθεὶς εἶπε (ἴδε ἀνωτ. 1. 2) Ἡρόδ. 1. 116· [[ἄφωνος]] ἐγένετο, [[ἔπειτα]] [[πάλιν]] ἀνηνέχθη Θεόπομπ. Κωμ. Ἄδηλ. 12: - οὕτω, <br />β) ἀμετάβ. ἐν ἐνεργ. φωνῇ, [[συνέρχομαι]], [[ἀναλαμβάνω]], τῷ πόματι ἀνέφερον (ἐνν. ἑαυτοὺς) Ἡρόδ. 3. 22, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1246, Δημ. 210. 15· ἐκ τραύματος Διον. Ἁλ. 4. 67· ἐξ ὕπνων Πλουτ. Κάμ. 23· ἀνέφερέ τις ἐλπὶς ἀμυδρὰ ἐκ τῶν παρόντων, ἀνέφαινεν, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 38· ἴδε σημ. Κορ. Πλουτ. Β. Π. τόμ. 2. σ. 372. <br />7) παθ. εἰσκομίζομαι, [[εἰσέρχομαι]], [[πάνυ]] πολλὰ χρήματα εἰς τὴν πόλιν ἀνενεχθέντα Ξεν. Πόρ. 5. 12· πληρώνω ἢ [[ἐπιστρέφω]] τι ὡς πληρωθέν, δίδω αὐτὸ [[ὀπίσω]], οὔτ’ ἐκείνῳ διέλυσεν [[οὔτε]] νῦν εἰς τὸ κοινὸν ἀνενήνοχεν Δημ. 1030. 13, πρβλ. 1031. 9. 11· πρὸς ἣν [ἀρχὴν] αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 6. 8) [[φέρω]] εἰς τὸν νοῦν μου, θεωρῶ, [[ἐξετάζω]], χρὴ δὲ ἀναφέρειν παραδεικνύντα ἑαυτῷ τὸν νομοθέτην τῷ λόγῳ Πλάτ. Νόμ. 829Ε· ἐνθυμοῦμαι, Οὐυττεμβ. Πλουτ. 2. 126F. <br />9) [[ἐπαναλαμβάνω]], Πλάτ. Τίμ. 26Α. <br />10) [[παραβάλλω]] τι [[πρός]] τι ὡς ὅμοιον, [[παραλληλίζω]], «καὶ τῶν γε καθ’ αὑτὸν ἐκ τῆς οἰκίας γεγονότων ἐπιφανῶν ἀνδρῶν ἀναφέρειν ἐνίους πρὸς τὸν ἀνδριάντα τοῦ Βρούτου τὴν ὁμοιότητα τῆς ἰδέας» Πλουτ. Βροῦτ. 1: - [[παριστάνω]], [[εἰκονίζω]], ὁ αὐτ. 2. 65Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[ἀνοίσω]], <i>ao.</i> [[ἀνήνεγκα]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> porter en haut, faire monter : [[κύνα]] [[ἐς]] Ἀίδαο OD faire remonter Cerbère du fond des enfers ; ἁμαξιτὸς [[εἰς]] τὸν Πειραῖα ἀναφέρει XÉN le chemin monte au Pirée;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i>, porter en haut, <i>càd</i> dans l’Acropole (où se trouvait le trésor public) l’argent des contributions : [[ἀν]]. [[εἰς]] τὴν ἀκρόπολιν ESCHN monter verser les contributions à l’Acropole ; <i>Pass.</i> être acquitté, être payé;<br /><b>3</b> transporter dans l’Asie centrale;<br /><b>4</b> lever : [[τὰς]] κώπας THC relever les rames (au-dessus de l’eau pour les amener en arrière);<br /><b>5</b> rejeter par en haut : [[αἷμα]] [[ἀν]]. PLUT vomir <i>ou</i> cracher du sang;<br /><b>6</b> <i>fig.</i> relever : [[ἐκ]] πονηρῶν πραγμάτων τὴν πόλιν THC relever la cité de ses désastres ; [[ἀν]]. ἑαυτόν ÉL relever ses propres affaires, se relever ; <i>Pass.</i> se remettre, recouvrer ses sens, son calme ; <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν) : ἀναφέρειν [[ἐκ]] πληγῆς PLUT se remettre d’un coup ; <i>abs.</i> ἀναφέρειν se remettre ; ἀνέφερέ [[τις]] [[ἐλπίς]] PLUT qqe espoir renaissait;<br /><b>7</b> prendre sur soi ; porter le poids de : [[ἄχθος]] ESCHL, κινδύνους THC supporter le poids d’une douleur, de dangers;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière);<br /><b>1</b> porter en arrière;<br /><b>2</b> rapporter (des paroles, une réponse);<br /><b>3</b> en référer à : [[εἴς]] τινα PLAT à qqn;<br /><b>4</b> reporter jusqu’à, faire remonter à ; imputer, attribuer : τὴν αἰτίαν [[εἴς]] τινα LYS la cause (de qch) à qqn ; [[τι]] [[ἐπί]] τινα, [[τί]] τινι EUR qch à qqn;<br /><b>5</b> rappeler (de l’exil) ; <i>fig.</i> ramener dans l’esprit (un souvenir, une ressemblance, <i>etc.</i>) ; ramener dans son esprit, se souvenir de;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναφέρομαι (<i>ao.</i> [[ἀνενεικάμην]]);<br /><b>1</b> emmener en lieu sûr, dans l’intérieur (d’un pays);<br /><b>2</b> <i>(à l’ao.</i> ἀνενείκασθαι) pousser un soupir, un gémissement;<br /><b>3</b> se remettre, reprendre ses sens.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |