ἀνθίστημι: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθίστημι''': μέλλ. ἀντιστήσω: - στήνω τι [[ἐναντίον]], ἀλλ’ ἕτερον εἰπάτω τι κἀντιστησάτω Ἀριστοφ. Βάτρ. 1389· πύργον ξύλινον.. ἀντέστησαν Θουκ. 4. 115· ἰδίως ἐν μάχῃ, πελταστικὴν .. ἀνθίστασαν τροπαῖον καὶ αὐτοὶ ὡς νικήσαντες, ἔστησαν καὶ αὐτοὶ ὁμοίως, Θουκ. 1. 105· «μὴ ἔριζε [[μετὰ]] ἀνθρώπου πλουσίου, [[μήποτε]] ἀντιστήσῃ σου τὴν ὁλκήν», [[μήπως]] κλίνῃ ἡ [[πλάστιγξ]] [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]] (ἴδε ὁλκὴ ΙΙΙ), Ἑβδ. (Σειράχ, η΄, 2). 2) [[ἁρμόζω]] τι [[πρός]] τι, Λατ. componere, ἑπομ. [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[παραλληλίζω]], Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ παθ. μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β΄ ἀντέστην: ἀόρ. α΄ παθ. ἀντεστάθην παρ’ Ἡροδ. 5. 72: πρκμ. ἀνθέστηκα Κ. Δ.: Ἀττ. συνῃρ. μετοχ. ἀνθεστὼς Θουκ. 6. 70: μέλλ. ἀντιστήσομαι Ἡρόδ. 8. 75, Σοφ. Ο. Κ. 645: ἀόρ. α΄ ἀντεστησάμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 1389: ἵσταμαι [[ἐναντίον]], ἰδίως ἐν μάχῃ, ἐναντιοῦμαι, Ἥρῃ δ’ ἀντέστη.. Ἄρτεμις Ἰλ. Κ. 70. πρβλ. 72, Ἡρόδ. 6. 117, καὶ ἀλλαχοῦ· τοὺς ἀνθισταμένους τοῖς ἡμετέροις βουλήμασι Δημ. 242. 9· [[ὡσαύτως]], πρὸς τὴν ἀνάγκην οὐδ’ Ἄρης ἀνθ. Σοφ. Ἀποσπ. 234, πρβλ. Θουκ. 1. 93, Ξεν. Συμπ. 5, 1: σπανίως [[μετὰ]] γεν., [[δέος]].. σοι φρενῶν ἀνθίσταται Αἰσχύλ. Πέρσ. 703 (ὁ Βαλκ. ὑποβάλλει διόρθωσιν ἀνθάπτεται), πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 1. 520. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀποβαίνω]] οὐχὶ εὐνοϊκῶς [[πρός]] τινα, ἀντιστάντος αὐτῷ τοῦ πράγματος Θουκ. 5. 4, πρβλ. 38· ἂν τὰ παρ’ ὑμῶν τῶν ἀκουόντων ἀντιστῇ Δημ. 450. 15. 3) ἐξακολουθῶ ἀνθιστάμενος, ἀλλ’ ἔτ’ ἄρ’ ἀνθίσταντο Ἰλ. Π. 305· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, ἐξακολουθῶ μαχόμενος, Ἡρόδ. 5. 72, κτλ.· ὑπέρ τινος Σφ. Αἴ. 1231, Ἀντ. 518. | |lstext='''ἀνθίστημι''': μέλλ. ἀντιστήσω: - στήνω τι [[ἐναντίον]], ἀλλ’ ἕτερον εἰπάτω τι κἀντιστησάτω Ἀριστοφ. Βάτρ. 1389· πύργον ξύλινον.. ἀντέστησαν Θουκ. 4. 115· ἰδίως ἐν μάχῃ, πελταστικὴν .. ἀνθίστασαν τροπαῖον καὶ αὐτοὶ ὡς νικήσαντες, ἔστησαν καὶ αὐτοὶ ὁμοίως, Θουκ. 1. 105· «μὴ ἔριζε [[μετὰ]] ἀνθρώπου πλουσίου, [[μήποτε]] ἀντιστήσῃ σου τὴν ὁλκήν», [[μήπως]] κλίνῃ ἡ [[πλάστιγξ]] [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]] (ἴδε ὁλκὴ ΙΙΙ), Ἑβδ. (Σειράχ, η΄, 2). 2) [[ἁρμόζω]] τι [[πρός]] τι, Λατ. componere, ἑπομ. [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[παραλληλίζω]], Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ παθ. μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β΄ ἀντέστην: ἀόρ. α΄ παθ. ἀντεστάθην παρ’ Ἡροδ. 5. 72: πρκμ. ἀνθέστηκα Κ. Δ.: Ἀττ. συνῃρ. μετοχ. ἀνθεστὼς Θουκ. 6. 70: μέλλ. ἀντιστήσομαι Ἡρόδ. 8. 75, Σοφ. Ο. Κ. 645: ἀόρ. α΄ ἀντεστησάμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 1389: ἵσταμαι [[ἐναντίον]], ἰδίως ἐν μάχῃ, ἐναντιοῦμαι, Ἥρῃ δ’ ἀντέστη.. Ἄρτεμις Ἰλ. Κ. 70. πρβλ. 72, Ἡρόδ. 6. 117, καὶ ἀλλαχοῦ· τοὺς ἀνθισταμένους τοῖς ἡμετέροις βουλήμασι Δημ. 242. 9· [[ὡσαύτως]], πρὸς τὴν ἀνάγκην οὐδ’ Ἄρης ἀνθ. Σοφ. Ἀποσπ. 234, πρβλ. Θουκ. 1. 93, Ξεν. Συμπ. 5, 1: σπανίως [[μετὰ]] γεν., [[δέος]].. σοι φρενῶν ἀνθίσταται Αἰσχύλ. Πέρσ. 703 (ὁ Βαλκ. ὑποβάλλει διόρθωσιν ἀνθάπτεται), πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 1. 520. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀποβαίνω]] οὐχὶ εὐνοϊκῶς [[πρός]] τινα, ἀντιστάντος αὐτῷ τοῦ πράγματος Θουκ. 5. 4, πρβλ. 38· ἂν τὰ παρ’ ὑμῶν τῶν ἀκουόντων ἀντιστῇ Δημ. 450. 15. 3) ἐξακολουθῶ ἀνθιστάμενος, ἀλλ’ ἔτ’ ἄρ’ ἀνθίσταντο Ἰλ. Π. 305· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, ἐξακολουθῶ μαχόμενος, Ἡρόδ. 5. 72, κτλ.· ὑπέρ τινος Σφ. Αἴ. 1231, Ἀντ. 518. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀντιστήσω, <i>ao.</i> [[ἀντέστησα]], <i>pf.</i> [[ἀνθέστηκα]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> placer en face <i>ou</i> contre;<br /><b>2</b> mettre en parallèle, comparer avec;<br /><b>II.</b> <i>intr. (à l’ao.2, au pf., au pqp., et au Moy.)</i>;<br /><b>1</b> s’opposer à, résister à, dat. <i>ou</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> tourner à l’encontre, tourner défavorablement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A set against, Th.4.115; esp. in battle, πελταστικὴν τῆ τοῦ παγκρατίου μάχῃ Pl.Lg.834a; ἀ. τροπαῖον set up a trophy in opposition, Th.1.54,105; weigh against, Ar.Ra. 1389; ἀ. τινὸς τὴν ὁλκήν outweigh him, LXX.Si.8.2. 2 match with, compare, ἀντιστῆσαι καὶ παραβαλεῖν Plu.Thes.1. II Hom. uses only Pass., with intr. aor. 2 ἀντέστην. aor. 1 Pass. ἀντεστάθην Hdt.5.72: pf. ἀνθέστηκα Ep.Rom.9.19; Att. contr. part. ἀνθεστώς Th.6.70: fut. ἀντιστήσομαι Hdt.8.75, S.OC645:—stand against, esp. in battle, withstand, Ἥρῃ δ' ἀντέστη . . Ἄρτεμις Il.20.70, cf. 72, Hdt.6.117 al.; τοὺς ἀνθισταμένους τοῖς ὑμετέροις βουλήμασι D.18.49; πρὸς τὴν ἀνάγκην οὐδ' Ἄρης ἀ. S.Fr.256, cf. Th.1.93, X.Smp.5.1: rarely c. gen., δέος . . σοὶ φρενῶν ἀνθίσταται A.Pers.703 (ἀνθάπτεται Wakef.), cf. Q.S.1.520. 2 of things, turn out unfavourably to one, ἀντιστάντος αὐτῷ τοῦ πράγματος Th.5.4, cf. 38; ἄν τὰ παρ' ὑμῶν τῶν ἀκουόντων ἀντιστῇ D.19.340. 3 abs., make a stand, ἀλλ' ἔτ' ἄρ' ἀνθίσταντο Il.16.305; resist, fight on, Hdt.5.72, etc.; ὑπέρ τινος S.Aj.1231, Ant.518.
German (Pape)
[Seite 232] (s. ἵστημι), entgegenstellen, Ar. Ran. 1385; zum Kampf, Plat. Legg. VIII, 834 a; ἀντιστῆσαι καὶ παραβαλεῖν, gegenüberstellen u. vergleichen, Plut. Thes. 1; τροπαῖον αντέστησεν, dagegen aufstellen, Thuc. 1, 54. 105. – Häufiger med. u. intrans. tempp., sich entgegenstellen, bes. im Kriege Widerstand leisten, Il. 16, 305; τινί, 20, 70. 72; Her. 7, 53, der auch βουλῆς ἀντισταθείσης, 5, 72, so braucht; ἀντιστήσονται ἱμῖν 8, 75, u. so oft bei Att.; Aesch. auch mit gen., δέος ἀνθίσταται φρενῶν Pers. 700, wie Qu. Sm. 1, 520; πρός τινα Thuc. 1, 93; εἰς ἀγῶνα πρός τινα, zum Kampf sich Einem entgegenstellen, Xen. Symp. 5, 1; absol., kämpfen, ὑπὲρ τῆς γῆς, vertheidigen, Soph. Ant. 514, vgl. 1083. Bei Thuc. ἀντιστάντος αὐτῷ τοῦ πράγματος 5. 4, u. ohne dat., ἀντέστη αὐτῷ τὸ πρᾶγμα, 5, 38, die Sache war ihm zuwider, ging nicht nach Wunsch von Statten, Schol. ἄλλως ἀπέβη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθίστημι: μέλλ. ἀντιστήσω: - στήνω τι ἐναντίον, ἀλλ’ ἕτερον εἰπάτω τι κἀντιστησάτω Ἀριστοφ. Βάτρ. 1389· πύργον ξύλινον.. ἀντέστησαν Θουκ. 4. 115· ἰδίως ἐν μάχῃ, πελταστικὴν .. ἀνθίστασαν τροπαῖον καὶ αὐτοὶ ὡς νικήσαντες, ἔστησαν καὶ αὐτοὶ ὁμοίως, Θουκ. 1. 105· «μὴ ἔριζε μετὰ ἀνθρώπου πλουσίου, μήποτε ἀντιστήσῃ σου τὴν ὁλκήν», μήπως κλίνῃ ἡ πλάστιγξ ὑπὲρ αὐτοῦ (ἴδε ὁλκὴ ΙΙΙ), Ἑβδ. (Σειράχ, η΄, 2). 2) ἁρμόζω τι πρός τι, Λατ. componere, ἑπομ. παραβάλλω, συγκρίνω, παραλληλίζω, Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ παθ. μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β΄ ἀντέστην: ἀόρ. α΄ παθ. ἀντεστάθην παρ’ Ἡροδ. 5. 72: πρκμ. ἀνθέστηκα Κ. Δ.: Ἀττ. συνῃρ. μετοχ. ἀνθεστὼς Θουκ. 6. 70: μέλλ. ἀντιστήσομαι Ἡρόδ. 8. 75, Σοφ. Ο. Κ. 645: ἀόρ. α΄ ἀντεστησάμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 1389: ἵσταμαι ἐναντίον, ἰδίως ἐν μάχῃ, ἐναντιοῦμαι, Ἥρῃ δ’ ἀντέστη.. Ἄρτεμις Ἰλ. Κ. 70. πρβλ. 72, Ἡρόδ. 6. 117, καὶ ἀλλαχοῦ· τοὺς ἀνθισταμένους τοῖς ἡμετέροις βουλήμασι Δημ. 242. 9· ὡσαύτως, πρὸς τὴν ἀνάγκην οὐδ’ Ἄρης ἀνθ. Σοφ. Ἀποσπ. 234, πρβλ. Θουκ. 1. 93, Ξεν. Συμπ. 5, 1: σπανίως μετὰ γεν., δέος.. σοι φρενῶν ἀνθίσταται Αἰσχύλ. Πέρσ. 703 (ὁ Βαλκ. ὑποβάλλει διόρθωσιν ἀνθάπτεται), πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 1. 520. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀποβαίνω οὐχὶ εὐνοϊκῶς πρός τινα, ἀντιστάντος αὐτῷ τοῦ πράγματος Θουκ. 5. 4, πρβλ. 38· ἂν τὰ παρ’ ὑμῶν τῶν ἀκουόντων ἀντιστῇ Δημ. 450. 15. 3) ἐξακολουθῶ ἀνθιστάμενος, ἀλλ’ ἔτ’ ἄρ’ ἀνθίσταντο Ἰλ. Π. 305· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, ἐξακολουθῶ μαχόμενος, Ἡρόδ. 5. 72, κτλ.· ὑπέρ τινος Σφ. Αἴ. 1231, Ἀντ. 518.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντιστήσω, ao. ἀντέστησα, pf. ἀνθέστηκα;
I. tr. 1 placer en face ou contre;
2 mettre en parallèle, comparer avec;
II. intr. (à l’ao.2, au pf., au pqp., et au Moy.);
1 s’opposer à, résister à, dat. ou πρός et l’acc.;
2 en parl. de choses tourner à l’encontre, tourner défavorablement.
Étymologie: ἀντί, ἵστημι.