3,274,313
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνοιξις''': -εως, ἡ, ([[ἀνοίγνυμι]]) τὸ ἀνοίγειν, τὸ [[ἄνοιγμα]], πυλῶν Θουκ. 4. 67, 88, κτλ. - οὕτω παρὰ Βυζ., ἀνοίξια, «τὰ ἀνοίξια τῆς ἐκκλησίας» τὸ [[ἐπίσημον]] [[ἄνοιγμα]]· - νῦν [[ἄνοιξις]] = ἔαρ, ἴδε ἀνοικτικὸς ἐν τέλει. | |lstext='''ἄνοιξις''': -εως, ἡ, ([[ἀνοίγνυμι]]) τὸ ἀνοίγειν, τὸ [[ἄνοιγμα]], πυλῶν Θουκ. 4. 67, 88, κτλ. - οὕτω παρὰ Βυζ., ἀνοίξια, «τὰ ἀνοίξια τῆς ἐκκλησίας» τὸ [[ἐπίσημον]] [[ἄνοιγμα]]· - νῦν [[ἄνοιξις]] = ἔαρ, ἴδε ἀνοικτικὸς ἐν τέλει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />ouverture.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνοίγω]]. | |||
}} | }} |