ἀντίλυτρον: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίλυτρον''': -ου, τό, τὸ ἀντὶ λύτρου διδόμενον, «Χριστὸς [[Ἰησοῦς]], ὁ δοὺς ἑαυτὸν [[ἀντίλυτρον]] [[ὑπὲρ]] πάντων» Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. Α΄, β΄, 6. 2) ἐν Ὀρφ. Λιθ. 587, ἀντίδοτον [[φάρμακον]]. | |lstext='''ἀντίλυτρον''': -ου, τό, τὸ ἀντὶ λύτρου διδόμενον, «Χριστὸς [[Ἰησοῦς]], ὁ δοὺς ἑαυτὸν [[ἀντίλυτρον]] [[ὑπὲρ]] πάντων» Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. Α΄, β΄, 6. 2) ἐν Ὀρφ. Λιθ. 587, ἀντίδοτον [[φάρμακον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> rançon;<br /><b>2</b> remède.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[λύτρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A ransom, 1 Ep.Ti.2.6. 2 antidote, remedy, Orph. L.593.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίλυτρον: -ου, τό, τὸ ἀντὶ λύτρου διδόμενον, «Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων» Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. Α΄, β΄, 6. 2) ἐν Ὀρφ. Λιθ. 587, ἀντίδοτον φάρμακον.