εὐεστώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεστώ''': -οῦς, ἡ, (εὖ, [[ἐστώ]], ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ [[κατάστασις]], [[ἡσυχία]], [[ἠρεμία]], [[εὐτυχία]], ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. [[ἐστώ]], ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
|lstext='''εὐεστώ''': -οῦς, ἡ, (εὖ, [[ἐστώ]], ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ [[κατάστασις]], [[ἡσυχία]], [[ἠρεμία]], [[εὐτυχία]], ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. [[ἐστώ]], ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />bon état, bonne situation, prospérité.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐστώ]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεστώ Medium diacritics: εὐεστώ Low diacritics: ευεστώ Capitals: ΕΥΕΣΤΩ
Transliteration A: euestṓ Transliteration B: euestō Transliteration C: evesto Beta Code: eu)estw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, v. sub εὖ)

   A well-being, title of work by Democr. (of Happiness as the Supreme Good), prosperity, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Hdt.1.85; ἐν εὐ. φίλῃ A.Th.187, Ag.929; χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν ib.647, cf. Call.Aet.4.1.7.

German (Pape)

[Seite 1066] οῦς, ἡ (εἰμί), das Wohlsein, Wohlbefinden, Glückseligkeit; πόλις χαίρουσα εὐεστοῖ Aesch. Ag. 633; βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ 903, vgl. Spt. 169; Her. 1, 85 u. Sp.; VLL. εὐθηνία, εὐδαιμονία; D. L. 9, 45 καλεῖ δὲ αὐτὴν (εὐθυμίαν) καὶ εὐεστώ; s. Lob. zu Phryn. p. 466.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεστώ: -οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ κατάστασις, ἡσυχία, ἠρεμία, εὐτυχία, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. ἐστώ, ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
bon état, bonne situation, prospérité.
Étymologie: εὖ, ἐστώ.