ἀντίτυπος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίτῠπος''': -ον, σπανίως η, ον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2: ([[τύπτω]]): - ὁ ἀντικρουόμενος, ἀπωθούμενος ὑπὸ σκληροῦ σώματος, [[τύπος]] ἀντ., [[κτύπος]] προξενούμενος ἐκ κτύπου, [[κτύπημα]] καὶ ἀντικτύπημα, περὶ τῆς σφύρας καὶ τοῦ ἄκμονος, Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. 68: - ἐπὶ ἤχου, ὁ ἀντηχῶν, στόνον ἀντίτυπον Σοφ. Φ. 695, 1460, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 194· κατὰ τὸ ἀντίτυπον, δι’ ἐπανακάμψεως τοῦ ἤχου, δι’ ἀντηχήσεως ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκ. 3: - ἐπὶ φωτός, ἀντανακλώμενος, ἀντιτύπους ἀκτῖνας Τρυφ. 519, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 822. 2) [[ἀπεικόνισμα]] ἢ ἀντίγραφον ὅμοιον τῷ πρωτοτύπῳ ἢ παριστῶν τὸ πρωτότυπον, οὐ γὰρ εἰς χειροποίητα ἅγια εἰσῆλθεν ὁ Χριστός, ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ἑβρ. Θ΄, 24· πρβλ. Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 21, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιβ΄, 122· ἀντ. τοῖς δακρύοις χάριτα Συλλ. Ἐπιγρ. 6210· ἀντ. [[μίμημα]], ἀκριβὲς [[ἀπομίμημα]], Χρησμ. Σιβ. 1. 33., 8. 270. β) ὡς οὐσιαστ., [[ἀντίτυπος]], ὁ, ἢ ἀντίτυπον, τό, [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]], Ἄμμωνος κεραοῦ χάλκειον ἀντ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4535: μεταφ., [[ἐντύπωσις]] ἐν τῇ διανοία, Πλωτῖν. 2. 9, 6. ΙΙ. ἐνεργ., ἀπωθῶν ὡς ἀπωθεῖ σκληρόν τι [[σῶμα]]· [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐλαστικός, [[χωρίον]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντιτυπώτατον [[εἶδος]], διαφέρον, διακρινόμενον τοῦ σκληροῦ Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[μετὰ]] τῆς ἐναντίας ἐννοίας, ἀπωθῶν, [[τραχύς]], μὴ ἐλαστικός, Ἀνθ. Π. 9. 737· ἀντιτυπώτερα γὰρ [[ὄντα]] κόπτει τε τὸν ἀναβάτην, κτλ., περὶ τῶν ὀστῶν τοῦ ποδὸς τοῦ ἵππου, ἀνωτέρω μὲν τῶν ὁπλῶν κατωτέρω δὲ τῶν κυνηπόδων Ξεν. Ἱππ. 1, 4· καὶ [[οὕτως]], ἀντιτύπᾳ δ’ ἐπὶ γᾷ πέσε, [[μετὰ]] τῆς θηλ. καταλήξ. ἐκ διορθώσ. τοῦ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἀντίτυπα, ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου), Σοφ. Ἀντ. 134· οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι, ἐπὶ σκληροῦ, μὴ ἐλαστικοῦ ἐδάφους, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 6. β) μεταφ. ἀπωθῶν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], [[ἄνθρωπος]] Πλάτ. Θεαίτ. 156Α· [[μάχη]] ἐντ. Ξεν. Ἀγησ. 6, 2· [[τραχέως]] ἠχῶν, ἁρμονίαι Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22· ἀντ. ἀκοῦσαι Λίλ. π. Ζ. 12. 15: ἐπὶ χρωμάτων, αὐγάζων, [[λαμπρός]], Πλουτ. Δημ. 22: - Ἐπίρρ. -πως, [[τραχέως]], Ἐκκλ. 3) ἐναντιούμενος εἴς τι, [[ἀντίθετος]], [[ἦθος]] ἔχων δόλιον, πίστιος ἀντίτυπον, Θέογν. 1244· ἀντ. [[Διός]], [[ἀντίπαλος]] τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Θ. 521· [[ἐναντίος]], ἐπὶ γεγονότων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11: - [[ἁπλῶς]], ἀντ. τινι, ἀπέναντί τινος, [[ἀντικρύ]], Πολύβ. 6. 31, 8. | |lstext='''ἀντίτῠπος''': -ον, σπανίως η, ον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2: ([[τύπτω]]): - ὁ ἀντικρουόμενος, ἀπωθούμενος ὑπὸ σκληροῦ σώματος, [[τύπος]] ἀντ., [[κτύπος]] προξενούμενος ἐκ κτύπου, [[κτύπημα]] καὶ ἀντικτύπημα, περὶ τῆς σφύρας καὶ τοῦ ἄκμονος, Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. 68: - ἐπὶ ἤχου, ὁ ἀντηχῶν, στόνον ἀντίτυπον Σοφ. Φ. 695, 1460, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 194· κατὰ τὸ ἀντίτυπον, δι’ ἐπανακάμψεως τοῦ ἤχου, δι’ ἀντηχήσεως ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκ. 3: - ἐπὶ φωτός, ἀντανακλώμενος, ἀντιτύπους ἀκτῖνας Τρυφ. 519, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 822. 2) [[ἀπεικόνισμα]] ἢ ἀντίγραφον ὅμοιον τῷ πρωτοτύπῳ ἢ παριστῶν τὸ πρωτότυπον, οὐ γὰρ εἰς χειροποίητα ἅγια εἰσῆλθεν ὁ Χριστός, ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ἑβρ. Θ΄, 24· πρβλ. Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 21, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιβ΄, 122· ἀντ. τοῖς δακρύοις χάριτα Συλλ. Ἐπιγρ. 6210· ἀντ. [[μίμημα]], ἀκριβὲς [[ἀπομίμημα]], Χρησμ. Σιβ. 1. 33., 8. 270. β) ὡς οὐσιαστ., [[ἀντίτυπος]], ὁ, ἢ ἀντίτυπον, τό, [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]], Ἄμμωνος κεραοῦ χάλκειον ἀντ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4535: μεταφ., [[ἐντύπωσις]] ἐν τῇ διανοία, Πλωτῖν. 2. 9, 6. ΙΙ. ἐνεργ., ἀπωθῶν ὡς ἀπωθεῖ σκληρόν τι [[σῶμα]]· [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐλαστικός, [[χωρίον]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντιτυπώτατον [[εἶδος]], διαφέρον, διακρινόμενον τοῦ σκληροῦ Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[μετὰ]] τῆς ἐναντίας ἐννοίας, ἀπωθῶν, [[τραχύς]], μὴ ἐλαστικός, Ἀνθ. Π. 9. 737· ἀντιτυπώτερα γὰρ [[ὄντα]] κόπτει τε τὸν ἀναβάτην, κτλ., περὶ τῶν ὀστῶν τοῦ ποδὸς τοῦ ἵππου, ἀνωτέρω μὲν τῶν ὁπλῶν κατωτέρω δὲ τῶν κυνηπόδων Ξεν. Ἱππ. 1, 4· καὶ [[οὕτως]], ἀντιτύπᾳ δ’ ἐπὶ γᾷ πέσε, [[μετὰ]] τῆς θηλ. καταλήξ. ἐκ διορθώσ. τοῦ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἀντίτυπα, ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου), Σοφ. Ἀντ. 134· οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι, ἐπὶ σκληροῦ, μὴ ἐλαστικοῦ ἐδάφους, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 6. β) μεταφ. ἀπωθῶν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], [[ἄνθρωπος]] Πλάτ. Θεαίτ. 156Α· [[μάχη]] ἐντ. Ξεν. Ἀγησ. 6, 2· [[τραχέως]] ἠχῶν, ἁρμονίαι Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22· ἀντ. ἀκοῦσαι Λίλ. π. Ζ. 12. 15: ἐπὶ χρωμάτων, αὐγάζων, [[λαμπρός]], Πλουτ. Δημ. 22: - Ἐπίρρ. -πως, [[τραχέως]], Ἐκκλ. 3) ἐναντιούμενος εἴς τι, [[ἀντίθετος]], [[ἦθος]] ἔχων δόλιον, πίστιος ἀντίτυπον, Θέογν. 1244· ἀντ. [[Διός]], [[ἀντίπαλος]] τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Θ. 521· [[ἐναντίος]], ἐπὶ γεγονότων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11: - [[ἁπλῶς]], ἀντ. τινι, ἀπέναντί τινος, [[ἀντικρύ]], Πολύβ. 6. 31, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>I.</b> qui rebondit sur un corps dur : [[τύπος]] [[ἀντίτυπος]] coup de marteau qui rebondit sur l’enclume ; <i>p. anal.</i> répercuté, renvoyé par l’écho;<br /><b>II.</b> qui repousse un choc, résistant ; qui résiste à, adversaire, ennemi de, gén. <i>ou</i> dat. ; <i>en parl. du son</i> dur, rude.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[τύπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, rarely η, ον, v. infr.11.1a: (τύπτω): —
A repelled by a hard body, τύπος ἀ. blow and counter-blow, of the hammer and anvil, Orac. ap. Hdt.1.67, cf. 68; of sound, echoed, echoing, στόνος S.Ph.694(lyr.), 1460(lyr.), cf. APl.4.154 (Luc. or Arch.); κατὰ τὸ ἀ. by repercussion, of an echo, Luc.Dom.3; of light, reflected, ἀκτῖνες Tryph.519, cf. AP9.822. 2 corresponding, as the stamp to the die, ἅγια ἀ. τῶν ἀληθινῶν figuring or representing the true, Ep.Hebr.9.24, cf. 1 Ep.Pet.3.21; ἀ. τοῖς δακρύοις χάριτα IG14.1320; resembling, c. dat., Nonn.D.26.327; μίμημα ib.8.23: hence, feigned, counterfeit, 1.423, al. b corresponding, φιλότης mutual affection, 13.552. c Subst. ἀντίτυπος, ὁ, or ἀντίτυπον, τό, image, Ἄμμωνος κεραοῦ χάλκεον ἀ. Epigr.Gr.835 (Berytus); ἀντίτυπον, τό, = ἀντίγραφον, reproduction, copy, POxy.1470.6(iv A.D.): metaph., antitype, Plot.2.9.6. II Act., repelling, as a hard body does: hence, 1 firm, resistent, χωρίον Hp.Art.43; rigid, inelastic, AP9.739 (Jul. Aegypt.); -ώτερα ὄντα, of a horse's fetlocks, X.Eq.1.4; ἀντιτύπᾳ δ' ἐπὶ γᾷ πέσε S.Ant.134; οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι walking on hard ground, Arist.Pr.885a36; ἀντιτυπώτατον εἶδος, expl. of σκληρόν, most resistent, Pl.Ti.62c. b metaph., stubborn, obstinate, ἄνθρωποι Id.Tht.156a; μάχη ἀ. X.Ages.6.2; harsh-sounding, ἁρμονίαι D.H.Comp.22, cf. 16; ἀ. ἀκοῦσαι Ael.NA12.15; of colour, glaring, Plu.Dem.22. 2 opposed to, ἦθος δόλιον πίστιος ἀντίτυπον the reverse of .., Thgn.1244; ἀ. Διός the adversary of Zeus, A.Th.521 (lyr.); adverse, of events, X.HG6.3.11: simply, ἀ. τινι opposite, over against, Plb.6.31.8.
German (Pape)
[Seite 262] (τύπτω), 1) zurückschlagend, zurückprallend, ἀντίτυπον φθογγὴν ᾄδεσθαι, vom Echo, Archi. 14 (Plan. 154); Widerstand leistend, πέτρα Polem. 2, 10; vgl. Hdn. 6, 7, 16; dah. im rhetorischen Sinne, hart klingend, D. H.; auch von Farben, im Ggstz von μαλακός, Plut. Dem. 22. – 2) widerspänstig, mit ἀναγκαῖον verbunden, Plat. Crat. 420 d; ἀντιτυπώτατον εἶδος Tim. 62 c; von Menschen, ἀντ. καὶ σκληρός Theaet. 155 a; – feindselig, ὁ Δὸς ἀντίτυπος, Feind, Aesch. Sept. 503; μάχη ἀντίτυπ ος, eine offene Schlacht, wo Heer gegen Heer sicht, Xen. Ages. 6, 2; τινί, gegenübergestellt, Pol. 6, 31; καὶ προσάντης Alcidam. de sophist. p. 674. 14. Im Orakel bei Her. 1, 67 ist τύπος u. ἀντίτυπος Hammer u. Ambos. – Soph. Ant. 134 ἀντίτυπα od. ἀντιτύπᾳ als adv., entgegengeschlagen; – τὸ ἀντίτυπον Abbild, Kopie, auch ὁ ἀντίτυπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίτῠπος: -ον, σπανίως η, ον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2: (τύπτω): - ὁ ἀντικρουόμενος, ἀπωθούμενος ὑπὸ σκληροῦ σώματος, τύπος ἀντ., κτύπος προξενούμενος ἐκ κτύπου, κτύπημα καὶ ἀντικτύπημα, περὶ τῆς σφύρας καὶ τοῦ ἄκμονος, Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. 68: - ἐπὶ ἤχου, ὁ ἀντηχῶν, στόνον ἀντίτυπον Σοφ. Φ. 695, 1460, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 194· κατὰ τὸ ἀντίτυπον, δι’ ἐπανακάμψεως τοῦ ἤχου, δι’ ἀντηχήσεως ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκ. 3: - ἐπὶ φωτός, ἀντανακλώμενος, ἀντιτύπους ἀκτῖνας Τρυφ. 519, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 822. 2) ἀπεικόνισμα ἢ ἀντίγραφον ὅμοιον τῷ πρωτοτύπῳ ἢ παριστῶν τὸ πρωτότυπον, οὐ γὰρ εἰς χειροποίητα ἅγια εἰσῆλθεν ὁ Χριστός, ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ἑβρ. Θ΄, 24· πρβλ. Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 21, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιβ΄, 122· ἀντ. τοῖς δακρύοις χάριτα Συλλ. Ἐπιγρ. 6210· ἀντ. μίμημα, ἀκριβὲς ἀπομίμημα, Χρησμ. Σιβ. 1. 33., 8. 270. β) ὡς οὐσιαστ., ἀντίτυπος, ὁ, ἢ ἀντίτυπον, τό, εἰκών, ὁμοίωμα, Ἄμμωνος κεραοῦ χάλκειον ἀντ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4535: μεταφ., ἐντύπωσις ἐν τῇ διανοία, Πλωτῖν. 2. 9, 6. ΙΙ. ἐνεργ., ἀπωθῶν ὡς ἀπωθεῖ σκληρόν τι σῶμα· ἐντεῦθεν, 1) ἐλαστικός, χωρίον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντιτυπώτατον εἶδος, διαφέρον, διακρινόμενον τοῦ σκληροῦ Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀλλ’ ὡσαύτως, μετὰ τῆς ἐναντίας ἐννοίας, ἀπωθῶν, τραχύς, μὴ ἐλαστικός, Ἀνθ. Π. 9. 737· ἀντιτυπώτερα γὰρ ὄντα κόπτει τε τὸν ἀναβάτην, κτλ., περὶ τῶν ὀστῶν τοῦ ποδὸς τοῦ ἵππου, ἀνωτέρω μὲν τῶν ὁπλῶν κατωτέρω δὲ τῶν κυνηπόδων Ξεν. Ἱππ. 1, 4· καὶ οὕτως, ἀντιτύπᾳ δ’ ἐπὶ γᾷ πέσε, μετὰ τῆς θηλ. καταλήξ. ἐκ διορθώσ. τοῦ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἀντίτυπα, (ὅπερ εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου), Σοφ. Ἀντ. 134· οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι, ἐπὶ σκληροῦ, μὴ ἐλαστικοῦ ἐδάφους, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 6. β) μεταφ. ἀπωθῶν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, ἄνθρωπος Πλάτ. Θεαίτ. 156Α· μάχη ἐντ. Ξεν. Ἀγησ. 6, 2· τραχέως ἠχῶν, ἁρμονίαι Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22· ἀντ. ἀκοῦσαι Λίλ. π. Ζ. 12. 15: ἐπὶ χρωμάτων, αὐγάζων, λαμπρός, Πλουτ. Δημ. 22: - Ἐπίρρ. -πως, τραχέως, Ἐκκλ. 3) ἐναντιούμενος εἴς τι, ἀντίθετος, ἦθος ἔχων δόλιον, πίστιος ἀντίτυπον, Θέογν. 1244· ἀντ. Διός, ἀντίπαλος τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Θ. 521· ἐναντίος, ἐπὶ γεγονότων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11: - ἁπλῶς, ἀντ. τινι, ἀπέναντί τινος, ἀντικρύ, Πολύβ. 6. 31, 8.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
I. qui rebondit sur un corps dur : τύπος ἀντίτυπος coup de marteau qui rebondit sur l’enclume ; p. anal. répercuté, renvoyé par l’écho;
II. qui repousse un choc, résistant ; qui résiste à, adversaire, ennemi de, gén. ou dat. ; en parl. du son dur, rude.
Étymologie: ἀντί, τύπος.